Friday, November 7, 2014
Wednesday, October 1, 2014
Zissimos Lorenzatos: A Prophet and A Poet
If we make a brief survey of the course followed
in Greece since 1821, it might be useful to consider:
1.
Whether we should continue to follow
in the footsteps of Europe
2.
Whether this crisis may help us
envisage the possibility that we once possessed a spiritual way of our own
3.
If so, what kind of way was it we have
apparently lost
4.
Did we really have to lose our way,
since there have always been voices among us to remind us where the true path
could be found?
5.
Should we perhaps investigate the possibility
that our tradition essentially diverges and branches away from European
tradition?
6.
Whether it is possible (I am convinced
that it is) to find our way again.
Friday, September 26, 2014
The Greatest Poem never Written
Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι είναι ένα από τα κορυφαία ποιητικά συνθέματα του εθνικού ποιητή Διονύσιου Σολωμού
1.
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι’ η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ έχω γω στο χέρι;
Οπού συ μούγινες βαρύ κι’ ο Αγαρηνός το ξέρει.»
2.
Το Μεσολόγγι έπεσε την άνοιξη· ο ποιητής παρασταίνει την Φύση, εις τη στιγμή που είναι ωραιότερη, ως μία δύναμη, η οποία, με όλα τ’ άλλα και υλικά και ηθικά ενάντια, προσπαθεί να δειλιάση τους πολιορκημένους· ιδού οι Στοχασμοί του ποιητή:
Η ζωή που ανασταίνεται με όλες της τες χαρές, αναβρύζοντας ολούθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εις όλα τα όντα· η ζωή ακέραιη, απ’ όλα της φύσης τα μέρη, θέλει να καταβάλη την ανθρώπινη ψυχή· θάλασσα, γη, ουρανός, συγχωνευμένα, επιφάνεια και βάθος συγχωνευμένα, τα οποία πάλι πολιορκούν την ανθρώπινη φύση στην επιφάνεια και εις το βάθος της.
Η ωραιότης της φύσης, που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις τους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη, και εις τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα τη χάσουν.
Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
Κι’ όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
Και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Κι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
Το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι’ εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Τρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
3.
Ενώ ακούεται το μαγευτικό τραγούδι της άνοιξης, οπού κινδυνεύει να ξυπνήση εις τους πολιορκημένους την αγάπη της ζωής τόσον, ώστε να ολιγοστέψη η αντρεία τους, ένας των Ελλήνων πολεμάρχων σαλπίζει κράζοντας τους άλλους εις συμβούλιο, και η σβημένη κλαγγή, οπού βγαίνει μέσ’ από το αδυνατισμένο στήθος του, φθάνοντας εις το εχθρικό στρατόπεδο παρακινεί έναν Αράπη να κάμη ό,τι περιγράφουν οι στίχοι 4-12.'
«Σάλπιγγα, κόψ’ του τραγουδιού τα μάγια με βία,
Γυναικός, γέροντος, παιδιού, μη κόψουν την αντρεία.»
Χαμένη, αλίμονον! κι’ οκνή τη σάλπιγγα γρικάει·
Αλλά πώς φθάνει στον εχθρό και κάθ’ ηχώ ξυπνάει;
Γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα σφοδρό γεννοβολιέται,
Κι’ η περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανίς πετιέται·
Και με χαρούμενη πνοή το στήθος το χορτάτο,
Τ’ αράθυμο, το δυνατό, κι’ όλο ψυχές γιομάτο,
Βαρώντας γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα,
Τον όμορφο τρικύμισε και ξάστερον αέρα·
Τέλος μακριά σέρνει λαλιά, σαν το πεσούμεν’ άστρο,
Τρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο.
4.
Μόλις έπαυσε το σάλπισμα ο Αράπης, μία μυριόφωνη βοή ακούεται εις το εχθρικό στρατόπεδο, και η βίγλα του κάστρου, αχνή σαν το χάρο, λέει των Ελλήνων: «Μπαίνει ο εχθρικός στόλος.» Το πυκνό δάσος έμεινε ακίνητο εις τα νερά, όπου η ελπίδα απάντεχε να ιδή τα φιλικά καράβια. Τότε ο εχθρός εξανανέωσε την κραυγή, και εις αυτήν αντιβόησαν οι νεόφθαστοι μέσ’ από τα καράβια. Μετά ταύτα μία ακατάπαυτη βροντή έκανε τον αέρα να τρέμη πολλή ώρα, και εις αυτή την τρικυμία
Η μαύρη γη σκιρτά ως χοχλό μες στο νερό που βράζει.
―Έως εκείνη τη στιγμή οι πολιορκημένοι είχαν υπομείνει πολλούς αγώνες με κάποιαν ελπίδα να φθάση ο φιλικός στόλος και να συντρίψη ίσως τον σιδερένιο κύκλο οπού τους περιζώνει· τώρα οπού έχασαν κάθε ελπίδα, και ο εχθρός τούς τάζει να τους χαρίση τη ζωή αν αλλαξοπιστήσουν, η υστερινή τους αντίσταση τους αποδείχνει Μάρτυρες.
5.
. . . . . . . . . . . Στην πεισμωμένη μάχη
Σφόδρα σκιρτούν μακριά πολύ τα πέλαγα κι’ οι βράχοι,
Και τα γλυκοχαράματα, και μες στα μεσημέρια,
Κι’ όταν θολώσουν τα νερά, κι’ όταν εβγούν τ’ αστέρια.
Φοβούνται γύρου τα νησιά, παρακαλούν και κλαίνε,
Κι’ οι ξένοι ναύκληροι μακριά πικραίνονται και λένε:
«Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, σπαθί Τουρκιάς μολύβι,
Πέλαγο μέγα βράζ’ ο εχθρός προς το φτωχό καλύβι.»
6.
Ένας πολέμαρχος ξάφνου απομακραίνεται από τον κύκλο, όπου είναι συναγμένοι εις συμβούλιο για το γιουρούσι, γιατί τον επλάκωσε η ενθύμηση, τρομερή εις εκείνη την ώρα της άκρας δυστυχίας, ότι εις εκείνο το ίδιο μέρος, εις τες λαμπρές ημέρες της νίκης, είχε πέσει κοπιασμένος από τον πολεμικό αγώνα, και αυτού επρωτάκουσε, από τα χείλη της αγαπημένης του, τον αντίλαλο της δόξας του, οποία έως τότε είχε μείνει άγνωστη εις την απλή και ταπεινή ψυχή του.
Μακριά απ’ όπ’ ήτα’ αντίστροφος κι’ ακίνητος εστήθη·
Μόνε σφοδρά βροντοκοπούν τ’ αρματωμένα στήθη·
«Εκεί ’ρθε το χρυσότερο από τα ονείρατά μου·
Με τ’ άρματ’ όλα βρόντησα τυφλός του κόπου χάμου.
Φωνή ’πε ―Ο δρόμος σου γλυκός και μοσχοβολισμένος·
Στην κεφαλή σου κρέμεται, ο ήλιος μαγεμένος·
Παλληκαρά και μορφονιέ, γεια σου, Καλέ, χαρά σου!
Άκου! νησιά, στεριές της γης, εμάθαν τ’ όνομά σου.―
Τούτος, αχ! πού ’ν’ ο δοξαστός κι’ η θεϊκιά θωριά του;
Η αγκάλη μ’ έτρεμ’ ανοιχτή κατά τα γόνατά του.
Έριξε χάμου τα χαρτιά με τς είδησες του κόσμου
Η κορασιά τρεμάμενη . . . . . . . . . . . . . . . . .
Χαρά τής έσβηε τη φωνή πούν’ τώρα αποσβημένη·
Άμε, χρυσ’ όνειρο, και συ με τη σαβανωμένη.
Εδώ ’ναι χρεία να κατεβώ, να σφίξω το σπαθί μου,
Πριν όλοι χάσουν τη ζωή, κι’ εγ’ όλη την πνοή μου·
Τα λίγα απομεινάρια της πείνας και τς αντρείας,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Γκόλφι να τάχω στο πλευρό και να τα βγάλω πέρα,
Που μ’ έκραξαν μ’ απαντοχή, φίλο, αδελφό, πατέρα·
Δρόμ’ αστραφτά να σχίσω τους σ’ εχθρούς καλά θρεμμένους,
Σ’ εχθρούς πολλούς, πολλ’ άξιους, πολλά φαρμακωμένους·
Να μείνης, χώμα πατρικό, για μισητό ποδάρι·
Η μαύρη πέτρα σου χρυσή και το ξερό χορτάρι.»
«Θύρες ανοίξτ’ ολόχρυσες για την γλυκιάν ελπίδα.»
7.
Κρυφή χαρά ’στραψε σ’ εσέ· κάτι καλό ’χει ο νους σου·
Πες, να το ξεμυστηρευτής θες τ’ αδελφοποιτού σου;
Ψυχή μεγάλη και γλυκιά, μετά χαράς σ’ το λέω:
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομά τους μνέω.
Εφοβήθηκα κάποτε μη δειλιάσουν και τες επαρατήρησα αδιάκοπα,
Για η δύναμη δεν είν’ σ’ αυτές ίσια με τ’ άλλα δώρα.
Απόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά, μία απ’ αυτές, η νεώτερη, επήγε να τα κλείση, αλλά μία άλλη της είπε: «Όχι, παιδί μου· άφησε νάμπη η μυρωδιά από τα φαγητά· είναι χρεία να συνηθίσουμε·
Μεγάλο πράμα η υπομονή! . . . . . . . . . . . . . . .
Αχ! μας την έπεμψε ο Θεός· κλει θησαυρούς κι’ εκείνη.
Εμείς πρέπει να έχουμε υπομονή, αν και έρχονταν οι μυρωδιές.
Απ’ όσα δίν’ η θάλασσα, απ’ όσ’ η γη, ο αέρας.»
Κι’ έτσι λέγοντας εματάνοιξε το παράθυρο, και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων εχυνότουν μέσα κι’ εγιόμισε το δωμάτιο. Και η πρώτη είπε: «Και το αεράκι μάς πολεμάει.» ―Μία άλλη έστεκε σιμά εις το ετοιμοθάνατο παιδί της,
Κι’ άφ’σε το χέρι του παιδιού κι’ εσώπασε λιγάκι,
Και ξάφνου της εφάνηκε στο στόμα το βαμπάκι.
Και άλλη είπε χαμογελώντας, να διηγηθή καθεμία τ’ όνειρό της,
Κι’ όλες εφώναξαν μαζί κι’ είπαν πως είδαν ένα.
Κι’ ό,τι αποφάσισαν μαζί να πουν τα ονείρατά τους,
Είπα να ιδώ τη γνώμη τους στην υπνοφαντασιά τους.
Και μία είπε: «Μου εφαίνοτουν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι, ήμαστε ποτάμια, ποια μικρά, ποια μεγάλα, κι’ ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτου, κι’ έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή,
Και μες στη θάλασσα γλυκά βαστούσαν τα νερά μας.»
Και μία δεύτερη είπε:
«Εγώ ’δα δάφνες.―Κι εγώ φως· . . . . . .
―Κι’ εγώ σ’ φωτιά μιαν όμορφη π’ αστράφταν τα μαλλιά της.»
Και αφού όλες εδιηγήθηκαν τα ονείρατά τους, εκείνη πούχε το παιδί ετοιμοθάνατο είπε: «Ιδές, και εις τα ονείρατα ομογνωμούμε, καθώς εις τη θέληση και εις όλα τ’ άλλα έργα.» Και όλες οι άλλες εσυμφώνησαν κι’ ετριγύρισαν με αγάπη το παιδί της πούχε ξεψυχήσει.
Ιδού, αυτές οι γυναίκες φέρνονται θαυμαστά· αυτές είναι μεγαλόψυχες, και λένε ότι μαθαίνουν από μας· δε δειλιάζουν, μολονότι τους επάρθηκε η ελπίδα που είχαν να γεννήσουν τέκνα για τη δόξα και για την ευτυχία. Εμείς λοιπόν μπορούμε να μάθουμε απ’ αυτές και να τες λατρεύουμε έως την ύστερην ώρα. ―Πες μου και συ τώρα γιατί εχθές, ύστερ’ από το συμβούλιο, ενώ εστεκόμαστε σιωπηλοί, απομακρύνθηκες ταραγμένος·
Να μου το πης να τόχω γω γκολφισταυρό στον άδη.
Εχαμογέλασε πικρά κι’ ολούθενε κοιτάζει·
Κι’ ανεί πολύ τα βλέφαρα τα δάκρυα να βαστάξουν.
8.
Παρασταίνεται ο Ιμπραΐμ Πασάς συλλογιζόμενος τη σημαντικότητα της γης, την οποία θέλει να κυριέψη, και τον πόνο και την εντροπή του αν δεν το κατορθώση.
Καθώς εκεί στην Αραπιά . . . . . . . . . . . .
Χύνεται ανάερα το σκυλί της δίψας λυσσιασμένο.
Μες στην ψυχή την αγρικά σα σπίθα στη φωτιά της.
Και συχνά τούπ’ η αράθυμη και τρίσβαθη ψυχή του:
«Κάμποι, βουνά καρπόφορα, και λίμνη ωραία και πλούσια.»
«Σ’ τουφέκι αλλάξαν και σπαθί το δίχτυ και τ’ αγκίστρι.»
«Μάνα καλή παλληκαριών, και κάμε τη δική σου.»
«Αιώνια ήθελ’ ήτανε ο πόνος κι’ η ντροπή μου.»
9.
Ετούτ’ είν’ ύστερη νυχτιά· όλα τ’ αστέρια βγάνει·
Ολονυχτίς ανέβαινε η δέηση, το λιβάνι.
Ο Αράπης, τραβηγμένος από τη μυρωδιά που εσκορπούσε το θυμίαμα, περίεργος και ανυπόμονος, με βιαστικά πατήματα πλησιάζει εις το τείχος,
Και απάνου, ανάγκη φοβερή! σκυλί δεν του ’λυχτάει.
Και ακροάζεται· αλλά τη νυχτική γαλήνη δεν αντίσκοβε μήτε φωνή, μήτε κλάψα, μήτε αναστεναγμός· ήθελε πης ότι είχε παύσει η ζωή· οι ήρωες είναι ενωμένοι και, μέσα τους, λόγια λένε
Για την αιωνιότητα, που μόλις τα χωράει·
Στα μάτια και στο πρόσωπο φαίνοντ’ οι στοχασμοί τους·
Τους λέει μεγάλα και πολλά η τρίσβαθη ψυχή τους.
Αγάπη κι’ έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν·
Τα σπλάχνα τους κι’ η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν·
Γλυκιά κι’ ελεύθερ’ η ψυχή σα νάτανε βγαλμένη,
Κι’ υψώναν με χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη.
10.
Αφού έκαψαν τα κρεβάτια, οι γυναίκες παρακαλούν τους άντρες να τες αφήσουν να κάμουνε αντάμα, εις το σπήλαιο, την υστερινή δέηση. Μι’ απ’ αυτές, η γεροντότερη, μιλεί για τες άλλες: «Άκουσε, παιδί μου, και τούτο από το στόμα μου,
Πούμ’ όλη κάτου από τη γη κι’ ένα μπουτσούνι απ’ έξω.
Ορκίζουν σε στη στάχτ’ αυτή . . . . . . . . . . . . . . . . .
Και στα κρεβάτια τ’ άτυχα με το σεμνό στεφάνι·
Ν’ αφήστε σάς παρακαλούν να τρέξουμε σ’ εκείνο,
Να κάμουμ’ άμα το στερνό χαιρετισμό και θρήνο.»
Κι’ επειδή εκείνος αργούσε ολίγο να δώση την απόκριση,
Όλες στη γη τα γόνατα εχτύπησαν ομπρός του,
Κι’ εβάστααν όλες κατ’ αυτόν τη χούφτα σηκωμένη,
Και με πικρό χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη,
Σα νάθελ’ έσπλαχνα ο Θεός βρέξη ψωμί σ’ εκείνες.
11.
Οι γυναίκες, εις τες οποίες έως τότε είχε φανή όμοια μεγαλοψυχία με τους άντρες, όταν δέονται και αυτές, δειλιάζουν λιγάκι και κλαίνε· όθεν προχωρεί η Πράξη· διότι όλα τα φερσίματα των γυναικών αντιχτυπούν εις την καρδιά των πολεμιστάδων, και αυτή είναι η υστερινή εξωτερική δύναμη που τους καταπολεμάει, από την οποίαν, ως απ’ όλες τες άλλες, αυτοί βγαίνουν ελεύθεροι.
12.
Είναι προσωποποιημένη η Πατρίδα, η Μεγάλη Μητέρα, θεάνθρωπη, ώστε να αισθάνεται όλα τα παθήματα, και καθαρίζοντάς τα εις τη μεγάλη ψυχή της να αναπνέη την Παράδεισο·
Πολλές πληγές κι’ εγλύκαναν γιατ’ έσταξ’ αγιομύρος.
Μένει άγρυπνη μέρα και νύχτα, καρτερώντας το τέλος του αγώνος· δεν τα φοβάται τα παιδιά της μη δειλιάσουν· εις τα μάτια της είναι φανερά τα πλέον απόκρυφα της ψυχής τους·
Στου τέκνου σύρριζα το νου, Θεού της μάνας μάτι·
Λόγο, έργο, νόημα . . . . . . . . . . . . . . . . .
Από το πρώτο μίλημα στον αγγελοκρουμό του.
Για τούτο αυτή είναι
Ήσυχη για τη γνώμη τους, αλλ’ όχι για τη Μοίρα,
Και μες στην τρίσβαθη ψυχή ο πόνος τής ’πλημμύρα,
Επειδή βλέπει τον εχθρόν άσπονδον, άπονον από το πολύ πείσμα, και καταλαβαίνει ότι αν το Έλεος έχυνε μες στα σπλάχνα του όλους τους θησαυρούς του, τούτοι
Τριαντάφυλλά ’ναι θεϊκά στην κόλαση πεσμένα.
13.
Μένουν οι Μάρτυρες με τα μάτια προσηλωμένα εις την ανατολή, να φέξη για νάβγουνε στο γιουρούσι, και η φοβερή αυγή,
Μνήσθητι, Κύριε ― είναι κοντά· Μνήσθητι, Κύριε ― εφάνη!
Επάψαν τα φιλιά στη γη . . . . . . . . . . . . . . . . .
Στα στήθια και στο πρόσωπο, στα χέρια και στα πόδια.
Μία φούχτα χώμα να κρατώ και να σωθώ μ’ εκείνο.
Ιδού, σεισμός και βροντισμός, κι’ εβάστουναν ακόμα,
Που ο κύκλος φθάνει ο φοβερός με τον αφρό στο στόμα,
Κι’ εσχίσθη αμέσως, κι’ έβαλε στης Μάνας τα ποδάρια
Της πείνας και του . . . . . τα λίγα απομεινάρια·
Τ’ απομεινάρια ανέγγιαγα και κατατρομασμένα,
Τα γόνατα και τα σπαθιά τα ματοκυλισμένα.
14.
Το μάτι μου έτρεχε ρονιά κι’ ομπρός του δεν εθώρα,
Κι’ έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολλή ώρα,
Π’ άστραψε γέλιο αθάνατο, παιγνίδι της χαράς του,
Στο φως της καλοσύνης του, στο φως της ομορφιάς του.
15.
Έχε όσες έχ’ η Ανατολή κι’ όσες ευχές η Δύση.
16.
Μ’ όλον που τότ’ ασάλευτος στο νου μ’ ο νιος εστήθη,
Κι’ είχε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη.
17.
Κι’ άνθιζε μέσα μου η ζωή μ’ όλα τα πλούτια πόχει.
18.
Συχνά τα στήθια εκούρασα, ποτέ την καλοσύνη.
19.
Ο υιός σου κρίνος με δροσιά φεγγαροστολισμένος.
20.
Στον ύπνο της μουρμούριζε την κλάψα της τρυγόνας.
21.
Ανάξιε δούλε του Χριστού, κάτου τα γόνατά σου.
22.
Για κοίτα κει χάσμα σεισμού βαθιά στον τοίχο πέρα, Και βγαίνουν άνθια πλουμιστά και τρέμουν στον αέρα· Λούλουδα μύρια, που καλούν χρυσό μελισσολόι, Άσπρα, γαλάζια, κόκκινα, και κρύβουνε τη χλόη.
23.
Χιλιάδες ήχοι αμέτρητοι, πολύ βαθιά στη χτίση·
Η Ανατολή τ’ αρχίναγε κι’ ετέλειωνέ το η Δύση.
Κάποι από την Ανατολή κι’ από τη Δύση κάποι·
Κάθ’ ήχος είχε και χαρά, κάθε χαρά κι’ αγάπη.
24.
Κάνε σιμά κι’ είναι ψιλές, κάνε βαριές και πέρα,
Σαν του Μαϊού τες ευωδιές γιομόζαν τον αέρα.
25.
Η όψη ομπρός μου φαίνεται, και μες στη θάλασσ’ όχι,
Όμορφη ως είναι τ’ όνειρο μ’ όλα τα μάγια πόχει.
26.
Χρυσ’ όνειρο ηθέλησε το πέλαγο ν’ αφήση,
Το πέλαγο, που πάτουνε χωρίς να το συγχύση.
27.
Κι’ έφυγε το χρυσ’ όνειρο ως φεύγουν όλα τ’ άλλα.
28.
Ήταν με σένα τρεις χαρές στην πίκρα φυτρωμένες,
Όμως για μένα στη χαρά τρεις πίκρες ριζωμένες.
29.
Όλοι σαν ένας, ναι, χτυπούν, όμως εσύ σαν όλους.
30.
Του πόνου εστρέψαν οι πηγές από το σωθικό μου,
Έστρωσ’ ο νους, κι’ ανέβηκα πάλι στον εαυτό μου.
31.
Το γλυκό σπίτι της ζωής πούχε χαρά και δόξα.
32.
Παράπονο χαμός καιρού σ’ ό,τι κανείς κι’ α χάση.
33.
Χαρά στα μάτια μου να ιδώ τα πολυαγαπημένα,
Που μόδειξε σκληρ’ όνειρο στο σάβανο κλεισμένα.
34.
. . . . . . . . . . . . . . . . Και μετά βίας
Τί μόστειλες, χρυσοπηγή της Παντοδυναμίας;
35.
Έστρωσ’, εδέχθ’ η θάλασσα άντρες ριψοκινδύνους,
Κι’ εδέχθηκε στα βάθη τους τον ουρανό κι’ εκείνους.
36.
Πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου.
37.
Οπούν’ ερμιά και σκοτεινιά και του θανάτου σπίτι.
38.
Το πολιορκούμενο Μεσολόγγι έχει τριγύρου χάντακα,
Πόφαγε κόκαλο πολύ του Τούρκου και τ’ Αράπη.
39.
Χθες πρωτοχάρηκε το φως και τον γλυκόν αέρα.
40.
Πάλι μου ξίπασε τ’ αυτί γλυκιάς φωνής αγέρας,
Κι’ έπλασε τ’ άστρο της νυχτός και τ’ άστρο της ημέρας.
41.
Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι’ έρμο.
42.
Κι’ όπου η βουλή τους συφορά, κι’ όπου το πόδι χάρος.
43.
Σε βυθό πέφτει από βυθό ως που δεν ήταν άλλος·
Εκείθ’ εβγήκε ανίκητος.
44.
Φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και το χάρο.
45.
Ο αριθμός του εχθρού,
Τόσ’ άστρα δεν εγνώρισεν ο τρίσβαθος αιθέρας.
46.
Η Ελπίδα περνάει από φριχτήν ερημία με
Τα χρυσοπράσινα φτερά γιομάτα λουλουδάκια.
47.
Χάνονται τ’ άνθη τα πολλά, πούχ’ άσπρα με τα φύλλα.
48.
Για να μου ξεμυστηρευθή τα αινίγματα τα θεία.
49.
Σ’ ελέγχ’ η πέτρα που κρατείς και κλει φωνή κι’ αυτήνη.
50.
Μες στ’ άγιο Βήμα της ψυχής.
51.
Η δύναμή σου πέλαγο κι’ η θέλησή μου βράχος.
52.
Στον κόσμο τούτον χύνεται και σ’ άλλους κόσμους φθάνει.
53.
Με φουσκωμένα τα πανιά περήφανα κι’ ωραία.
54.
Πολλοί ’ν’ οι δρόμοι πόχει ο νους.
55.
Η βοή του εχθρικού στρατόπεδου παρομοιάζεται με τον άνεμο,
Οπού περνάει το πέλαγο και κόβεται στο βράχο.
56.
Και το τριφύλλι εχόρτασε και το περιπλοκάδι,
Κι’ εχόρευε κι’ εβέλαζε στο φουντωτό λιβάδι.
57.
Ω γη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ο Ουρανός σε προσκαλεί κι’ η Κόλαση βρυχίζει.
58.
Και με το ρούχο ολόμαυρο σαν του λαγού το αίμα.
59.
Και τες ατάραχες πνοές τες πολυαγαπημένες.
60.
Οι Έλληνες, με την ελπίδα να φθάση ο φιλικός στόλος, κοιτάζουν τον μακρινό ξάστερον ορίζοντα κι’ εύχονται
Να θόλωνε στα μάτια τους με κάτι που προβαίνει.
61.
Κι’ επότισέ μου την ψυχή που χόρτασεν αμέσως.
Άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει·
Λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί, κι’ η μάνα το ζηλεύει.
Τα μάτια η πείνα εμαύρισε· στα μάτια η μάνα μνέει·
Στέκει ο Σουλιώτης ο καλός παράμερα και κλαίει:
«Έρμο τουφέκι σκοτεινό, τί σ’ έχω γω στο χέρι;
Οπού συ μούγινες βαρύ κι’ ο Αγαρηνός το ξέρει.»
2.
Το Μεσολόγγι έπεσε την άνοιξη· ο ποιητής παρασταίνει την Φύση, εις τη στιγμή που είναι ωραιότερη, ως μία δύναμη, η οποία, με όλα τ’ άλλα και υλικά και ηθικά ενάντια, προσπαθεί να δειλιάση τους πολιορκημένους· ιδού οι Στοχασμοί του ποιητή:
Η ζωή που ανασταίνεται με όλες της τες χαρές, αναβρύζοντας ολούθε, νέα, λαχταριστή, περιχυνόμενη εις όλα τα όντα· η ζωή ακέραιη, απ’ όλα της φύσης τα μέρη, θέλει να καταβάλη την ανθρώπινη ψυχή· θάλασσα, γη, ουρανός, συγχωνευμένα, επιφάνεια και βάθος συγχωνευμένα, τα οποία πάλι πολιορκούν την ανθρώπινη φύση στην επιφάνεια και εις το βάθος της.
Η ωραιότης της φύσης, που τους περιτριγυρίζει, αυξαίνει εις τους εχθρούς την ανυπομονησία να πάρουν τη χαριτωμένη γη, και εις τους πολιορκημένους τον πόνο ότι θα τη χάσουν.
Ο Απρίλης με τον Έρωτα χορεύουν και γελούνε,
Κι’ όσ’ άνθια βγαίνουν και καρποί τόσ’ άρματα σε κλειούνε.
Λευκό βουνάκι πρόβατα κινούμενο βελάζει,
Και μες στη θάλασσα βαθιά ξαναπετιέται πάλι,
Κι’ ολόλευκο εσύσμιξε με τ’ ουρανού τα κάλλη.
Και μες στης λίμνης τα νερά, όπ’ έφθασε μ’ ασπούδα,
Έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα,
Που ευώδιασε τον ύπνο της μέσα στον άγριο κρίνο·
Το σκουληκάκι βρίσκεται σ’ ώρα γλυκιά κι’ εκείνο.
Μάγεμα η φύσις κι’ όνειρο στην ομορφιά και χάρη,
Η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι·
Με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κραίνει·
Όποιος πεθάνη σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.
Τρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
3.
Ενώ ακούεται το μαγευτικό τραγούδι της άνοιξης, οπού κινδυνεύει να ξυπνήση εις τους πολιορκημένους την αγάπη της ζωής τόσον, ώστε να ολιγοστέψη η αντρεία τους, ένας των Ελλήνων πολεμάρχων σαλπίζει κράζοντας τους άλλους εις συμβούλιο, και η σβημένη κλαγγή, οπού βγαίνει μέσ’ από το αδυνατισμένο στήθος του, φθάνοντας εις το εχθρικό στρατόπεδο παρακινεί έναν Αράπη να κάμη ό,τι περιγράφουν οι στίχοι 4-12.'
«Σάλπιγγα, κόψ’ του τραγουδιού τα μάγια με βία,
Γυναικός, γέροντος, παιδιού, μη κόψουν την αντρεία.»
Χαμένη, αλίμονον! κι’ οκνή τη σάλπιγγα γρικάει·
Αλλά πώς φθάνει στον εχθρό και κάθ’ ηχώ ξυπνάει;
Γέλιο στο σκόρπιο στράτευμα σφοδρό γεννοβολιέται,
Κι’ η περιπαίχτρα σάλπιγγα μεσουρανίς πετιέται·
Και με χαρούμενη πνοή το στήθος το χορτάτο,
Τ’ αράθυμο, το δυνατό, κι’ όλο ψυχές γιομάτο,
Βαρώντας γύρου ολόγυρα, ολόγυρα και πέρα,
Τον όμορφο τρικύμισε και ξάστερον αέρα·
Τέλος μακριά σέρνει λαλιά, σαν το πεσούμεν’ άστρο,
Τρανή λαλιά, τρόμου λαλιά, ρητή κατά το κάστρο.
4.
Μόλις έπαυσε το σάλπισμα ο Αράπης, μία μυριόφωνη βοή ακούεται εις το εχθρικό στρατόπεδο, και η βίγλα του κάστρου, αχνή σαν το χάρο, λέει των Ελλήνων: «Μπαίνει ο εχθρικός στόλος.» Το πυκνό δάσος έμεινε ακίνητο εις τα νερά, όπου η ελπίδα απάντεχε να ιδή τα φιλικά καράβια. Τότε ο εχθρός εξανανέωσε την κραυγή, και εις αυτήν αντιβόησαν οι νεόφθαστοι μέσ’ από τα καράβια. Μετά ταύτα μία ακατάπαυτη βροντή έκανε τον αέρα να τρέμη πολλή ώρα, και εις αυτή την τρικυμία
Η μαύρη γη σκιρτά ως χοχλό μες στο νερό που βράζει.
―Έως εκείνη τη στιγμή οι πολιορκημένοι είχαν υπομείνει πολλούς αγώνες με κάποιαν ελπίδα να φθάση ο φιλικός στόλος και να συντρίψη ίσως τον σιδερένιο κύκλο οπού τους περιζώνει· τώρα οπού έχασαν κάθε ελπίδα, και ο εχθρός τούς τάζει να τους χαρίση τη ζωή αν αλλαξοπιστήσουν, η υστερινή τους αντίσταση τους αποδείχνει Μάρτυρες.
5.
. . . . . . . . . . . Στην πεισμωμένη μάχη
Σφόδρα σκιρτούν μακριά πολύ τα πέλαγα κι’ οι βράχοι,
Και τα γλυκοχαράματα, και μες στα μεσημέρια,
Κι’ όταν θολώσουν τα νερά, κι’ όταν εβγούν τ’ αστέρια.
Φοβούνται γύρου τα νησιά, παρακαλούν και κλαίνε,
Κι’ οι ξένοι ναύκληροι μακριά πικραίνονται και λένε:
«Αραπιάς άτι, Γάλλου νους, σπαθί Τουρκιάς μολύβι,
Πέλαγο μέγα βράζ’ ο εχθρός προς το φτωχό καλύβι.»
6.
Ένας πολέμαρχος ξάφνου απομακραίνεται από τον κύκλο, όπου είναι συναγμένοι εις συμβούλιο για το γιουρούσι, γιατί τον επλάκωσε η ενθύμηση, τρομερή εις εκείνη την ώρα της άκρας δυστυχίας, ότι εις εκείνο το ίδιο μέρος, εις τες λαμπρές ημέρες της νίκης, είχε πέσει κοπιασμένος από τον πολεμικό αγώνα, και αυτού επρωτάκουσε, από τα χείλη της αγαπημένης του, τον αντίλαλο της δόξας του, οποία έως τότε είχε μείνει άγνωστη εις την απλή και ταπεινή ψυχή του.
Μακριά απ’ όπ’ ήτα’ αντίστροφος κι’ ακίνητος εστήθη·
Μόνε σφοδρά βροντοκοπούν τ’ αρματωμένα στήθη·
«Εκεί ’ρθε το χρυσότερο από τα ονείρατά μου·
Με τ’ άρματ’ όλα βρόντησα τυφλός του κόπου χάμου.
Φωνή ’πε ―Ο δρόμος σου γλυκός και μοσχοβολισμένος·
Στην κεφαλή σου κρέμεται, ο ήλιος μαγεμένος·
Παλληκαρά και μορφονιέ, γεια σου, Καλέ, χαρά σου!
Άκου! νησιά, στεριές της γης, εμάθαν τ’ όνομά σου.―
Τούτος, αχ! πού ’ν’ ο δοξαστός κι’ η θεϊκιά θωριά του;
Η αγκάλη μ’ έτρεμ’ ανοιχτή κατά τα γόνατά του.
Έριξε χάμου τα χαρτιά με τς είδησες του κόσμου
Η κορασιά τρεμάμενη . . . . . . . . . . . . . . . . .
Χαρά τής έσβηε τη φωνή πούν’ τώρα αποσβημένη·
Άμε, χρυσ’ όνειρο, και συ με τη σαβανωμένη.
Εδώ ’ναι χρεία να κατεβώ, να σφίξω το σπαθί μου,
Πριν όλοι χάσουν τη ζωή, κι’ εγ’ όλη την πνοή μου·
Τα λίγα απομεινάρια της πείνας και τς αντρείας,
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Γκόλφι να τάχω στο πλευρό και να τα βγάλω πέρα,
Που μ’ έκραξαν μ’ απαντοχή, φίλο, αδελφό, πατέρα·
Δρόμ’ αστραφτά να σχίσω τους σ’ εχθρούς καλά θρεμμένους,
Σ’ εχθρούς πολλούς, πολλ’ άξιους, πολλά φαρμακωμένους·
Να μείνης, χώμα πατρικό, για μισητό ποδάρι·
Η μαύρη πέτρα σου χρυσή και το ξερό χορτάρι.»
«Θύρες ανοίξτ’ ολόχρυσες για την γλυκιάν ελπίδα.»
7.
Κρυφή χαρά ’στραψε σ’ εσέ· κάτι καλό ’χει ο νους σου·
Πες, να το ξεμυστηρευτής θες τ’ αδελφοποιτού σου;
Ψυχή μεγάλη και γλυκιά, μετά χαράς σ’ το λέω:
Θαυμάζω τες γυναίκες μας και στ’ όνομά τους μνέω.
Εφοβήθηκα κάποτε μη δειλιάσουν και τες επαρατήρησα αδιάκοπα,
Για η δύναμη δεν είν’ σ’ αυτές ίσια με τ’ άλλα δώρα.
Απόψε, ενώ είχαν τα παράθυρα ανοιχτά για τη δροσιά, μία απ’ αυτές, η νεώτερη, επήγε να τα κλείση, αλλά μία άλλη της είπε: «Όχι, παιδί μου· άφησε νάμπη η μυρωδιά από τα φαγητά· είναι χρεία να συνηθίσουμε·
Μεγάλο πράμα η υπομονή! . . . . . . . . . . . . . . .
Αχ! μας την έπεμψε ο Θεός· κλει θησαυρούς κι’ εκείνη.
Εμείς πρέπει να έχουμε υπομονή, αν και έρχονταν οι μυρωδιές.
Απ’ όσα δίν’ η θάλασσα, απ’ όσ’ η γη, ο αέρας.»
Κι’ έτσι λέγοντας εματάνοιξε το παράθυρο, και η πολλή μυρωδιά των αρωμάτων εχυνότουν μέσα κι’ εγιόμισε το δωμάτιο. Και η πρώτη είπε: «Και το αεράκι μάς πολεμάει.» ―Μία άλλη έστεκε σιμά εις το ετοιμοθάνατο παιδί της,
Κι’ άφ’σε το χέρι του παιδιού κι’ εσώπασε λιγάκι,
Και ξάφνου της εφάνηκε στο στόμα το βαμπάκι.
Και άλλη είπε χαμογελώντας, να διηγηθή καθεμία τ’ όνειρό της,
Κι’ όλες εφώναξαν μαζί κι’ είπαν πως είδαν ένα.
Κι’ ό,τι αποφάσισαν μαζί να πουν τα ονείρατά τους,
Είπα να ιδώ τη γνώμη τους στην υπνοφαντασιά τους.
Και μία είπε: «Μου εφαίνοτουν ότι όλοι εμείς, άντρες και γυναίκες, παιδιά και γέροι, ήμαστε ποτάμια, ποια μικρά, ποια μεγάλα, κι’ ετρέχαμε ανάμεσα εις τόπους φωτεινούς, εις τόπους σκοτεινούς, σε λαγκάδια, σε γκρεμούς, απάνου κάτου, κι’ έπειτα εφθάναμε μαζί στη θάλασσα με πολλή ορμή,
Και μες στη θάλασσα γλυκά βαστούσαν τα νερά μας.»
Και μία δεύτερη είπε:
«Εγώ ’δα δάφνες.―Κι εγώ φως· . . . . . .
―Κι’ εγώ σ’ φωτιά μιαν όμορφη π’ αστράφταν τα μαλλιά της.»
Και αφού όλες εδιηγήθηκαν τα ονείρατά τους, εκείνη πούχε το παιδί ετοιμοθάνατο είπε: «Ιδές, και εις τα ονείρατα ομογνωμούμε, καθώς εις τη θέληση και εις όλα τ’ άλλα έργα.» Και όλες οι άλλες εσυμφώνησαν κι’ ετριγύρισαν με αγάπη το παιδί της πούχε ξεψυχήσει.
Ιδού, αυτές οι γυναίκες φέρνονται θαυμαστά· αυτές είναι μεγαλόψυχες, και λένε ότι μαθαίνουν από μας· δε δειλιάζουν, μολονότι τους επάρθηκε η ελπίδα που είχαν να γεννήσουν τέκνα για τη δόξα και για την ευτυχία. Εμείς λοιπόν μπορούμε να μάθουμε απ’ αυτές και να τες λατρεύουμε έως την ύστερην ώρα. ―Πες μου και συ τώρα γιατί εχθές, ύστερ’ από το συμβούλιο, ενώ εστεκόμαστε σιωπηλοί, απομακρύνθηκες ταραγμένος·
Να μου το πης να τόχω γω γκολφισταυρό στον άδη.
Εχαμογέλασε πικρά κι’ ολούθενε κοιτάζει·
Κι’ ανεί πολύ τα βλέφαρα τα δάκρυα να βαστάξουν.
8.
Παρασταίνεται ο Ιμπραΐμ Πασάς συλλογιζόμενος τη σημαντικότητα της γης, την οποία θέλει να κυριέψη, και τον πόνο και την εντροπή του αν δεν το κατορθώση.
Καθώς εκεί στην Αραπιά . . . . . . . . . . . .
Χύνεται ανάερα το σκυλί της δίψας λυσσιασμένο.
Μες στην ψυχή την αγρικά σα σπίθα στη φωτιά της.
Και συχνά τούπ’ η αράθυμη και τρίσβαθη ψυχή του:
«Κάμποι, βουνά καρπόφορα, και λίμνη ωραία και πλούσια.»
«Σ’ τουφέκι αλλάξαν και σπαθί το δίχτυ και τ’ αγκίστρι.»
«Μάνα καλή παλληκαριών, και κάμε τη δική σου.»
«Αιώνια ήθελ’ ήτανε ο πόνος κι’ η ντροπή μου.»
9.
Ετούτ’ είν’ ύστερη νυχτιά· όλα τ’ αστέρια βγάνει·
Ολονυχτίς ανέβαινε η δέηση, το λιβάνι.
Ο Αράπης, τραβηγμένος από τη μυρωδιά που εσκορπούσε το θυμίαμα, περίεργος και ανυπόμονος, με βιαστικά πατήματα πλησιάζει εις το τείχος,
Και απάνου, ανάγκη φοβερή! σκυλί δεν του ’λυχτάει.
Και ακροάζεται· αλλά τη νυχτική γαλήνη δεν αντίσκοβε μήτε φωνή, μήτε κλάψα, μήτε αναστεναγμός· ήθελε πης ότι είχε παύσει η ζωή· οι ήρωες είναι ενωμένοι και, μέσα τους, λόγια λένε
Για την αιωνιότητα, που μόλις τα χωράει·
Στα μάτια και στο πρόσωπο φαίνοντ’ οι στοχασμοί τους·
Τους λέει μεγάλα και πολλά η τρίσβαθη ψυχή τους.
Αγάπη κι’ έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν·
Τα σπλάχνα τους κι’ η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν·
Γλυκιά κι’ ελεύθερ’ η ψυχή σα νάτανε βγαλμένη,
Κι’ υψώναν με χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη.
10.
Αφού έκαψαν τα κρεβάτια, οι γυναίκες παρακαλούν τους άντρες να τες αφήσουν να κάμουνε αντάμα, εις το σπήλαιο, την υστερινή δέηση. Μι’ απ’ αυτές, η γεροντότερη, μιλεί για τες άλλες: «Άκουσε, παιδί μου, και τούτο από το στόμα μου,
Πούμ’ όλη κάτου από τη γη κι’ ένα μπουτσούνι απ’ έξω.
Ορκίζουν σε στη στάχτ’ αυτή . . . . . . . . . . . . . . . . .
Και στα κρεβάτια τ’ άτυχα με το σεμνό στεφάνι·
Ν’ αφήστε σάς παρακαλούν να τρέξουμε σ’ εκείνο,
Να κάμουμ’ άμα το στερνό χαιρετισμό και θρήνο.»
Κι’ επειδή εκείνος αργούσε ολίγο να δώση την απόκριση,
Όλες στη γη τα γόνατα εχτύπησαν ομπρός του,
Κι’ εβάστααν όλες κατ’ αυτόν τη χούφτα σηκωμένη,
Και με πικρό χαμόγελο την όψη τη φθαρμένη,
Σα νάθελ’ έσπλαχνα ο Θεός βρέξη ψωμί σ’ εκείνες.
11.
Οι γυναίκες, εις τες οποίες έως τότε είχε φανή όμοια μεγαλοψυχία με τους άντρες, όταν δέονται και αυτές, δειλιάζουν λιγάκι και κλαίνε· όθεν προχωρεί η Πράξη· διότι όλα τα φερσίματα των γυναικών αντιχτυπούν εις την καρδιά των πολεμιστάδων, και αυτή είναι η υστερινή εξωτερική δύναμη που τους καταπολεμάει, από την οποίαν, ως απ’ όλες τες άλλες, αυτοί βγαίνουν ελεύθεροι.
12.
Είναι προσωποποιημένη η Πατρίδα, η Μεγάλη Μητέρα, θεάνθρωπη, ώστε να αισθάνεται όλα τα παθήματα, και καθαρίζοντάς τα εις τη μεγάλη ψυχή της να αναπνέη την Παράδεισο·
Πολλές πληγές κι’ εγλύκαναν γιατ’ έσταξ’ αγιομύρος.
Μένει άγρυπνη μέρα και νύχτα, καρτερώντας το τέλος του αγώνος· δεν τα φοβάται τα παιδιά της μη δειλιάσουν· εις τα μάτια της είναι φανερά τα πλέον απόκρυφα της ψυχής τους·
Στου τέκνου σύρριζα το νου, Θεού της μάνας μάτι·
Λόγο, έργο, νόημα . . . . . . . . . . . . . . . . .
Από το πρώτο μίλημα στον αγγελοκρουμό του.
Για τούτο αυτή είναι
Ήσυχη για τη γνώμη τους, αλλ’ όχι για τη Μοίρα,
Και μες στην τρίσβαθη ψυχή ο πόνος τής ’πλημμύρα,
Επειδή βλέπει τον εχθρόν άσπονδον, άπονον από το πολύ πείσμα, και καταλαβαίνει ότι αν το Έλεος έχυνε μες στα σπλάχνα του όλους τους θησαυρούς του, τούτοι
Τριαντάφυλλά ’ναι θεϊκά στην κόλαση πεσμένα.
13.
Μένουν οι Μάρτυρες με τα μάτια προσηλωμένα εις την ανατολή, να φέξη για νάβγουνε στο γιουρούσι, και η φοβερή αυγή,
Μνήσθητι, Κύριε ― είναι κοντά· Μνήσθητι, Κύριε ― εφάνη!
Επάψαν τα φιλιά στη γη . . . . . . . . . . . . . . . . .
Στα στήθια και στο πρόσωπο, στα χέρια και στα πόδια.
Μία φούχτα χώμα να κρατώ και να σωθώ μ’ εκείνο.
Ιδού, σεισμός και βροντισμός, κι’ εβάστουναν ακόμα,
Που ο κύκλος φθάνει ο φοβερός με τον αφρό στο στόμα,
Κι’ εσχίσθη αμέσως, κι’ έβαλε στης Μάνας τα ποδάρια
Της πείνας και του . . . . . τα λίγα απομεινάρια·
Τ’ απομεινάρια ανέγγιαγα και κατατρομασμένα,
Τα γόνατα και τα σπαθιά τα ματοκυλισμένα.
14.
Το μάτι μου έτρεχε ρονιά κι’ ομπρός του δεν εθώρα,
Κι’ έχασα αυτό το θεϊκό πρόσωπο για πολλή ώρα,
Π’ άστραψε γέλιο αθάνατο, παιγνίδι της χαράς του,
Στο φως της καλοσύνης του, στο φως της ομορφιάς του.
15.
Έχε όσες έχ’ η Ανατολή κι’ όσες ευχές η Δύση.
16.
Μ’ όλον που τότ’ ασάλευτος στο νου μ’ ο νιος εστήθη,
Κι’ είχε τον ήλιο πρόσωπο και το φεγγάρι στήθη.
17.
Κι’ άνθιζε μέσα μου η ζωή μ’ όλα τα πλούτια πόχει.
18.
Συχνά τα στήθια εκούρασα, ποτέ την καλοσύνη.
19.
Ο υιός σου κρίνος με δροσιά φεγγαροστολισμένος.
20.
Στον ύπνο της μουρμούριζε την κλάψα της τρυγόνας.
21.
Ανάξιε δούλε του Χριστού, κάτου τα γόνατά σου.
22.
Για κοίτα κει χάσμα σεισμού βαθιά στον τοίχο πέρα, Και βγαίνουν άνθια πλουμιστά και τρέμουν στον αέρα· Λούλουδα μύρια, που καλούν χρυσό μελισσολόι, Άσπρα, γαλάζια, κόκκινα, και κρύβουνε τη χλόη.
23.
Χιλιάδες ήχοι αμέτρητοι, πολύ βαθιά στη χτίση·
Η Ανατολή τ’ αρχίναγε κι’ ετέλειωνέ το η Δύση.
Κάποι από την Ανατολή κι’ από τη Δύση κάποι·
Κάθ’ ήχος είχε και χαρά, κάθε χαρά κι’ αγάπη.
24.
Κάνε σιμά κι’ είναι ψιλές, κάνε βαριές και πέρα,
Σαν του Μαϊού τες ευωδιές γιομόζαν τον αέρα.
25.
Η όψη ομπρός μου φαίνεται, και μες στη θάλασσ’ όχι,
Όμορφη ως είναι τ’ όνειρο μ’ όλα τα μάγια πόχει.
26.
Χρυσ’ όνειρο ηθέλησε το πέλαγο ν’ αφήση,
Το πέλαγο, που πάτουνε χωρίς να το συγχύση.
27.
Κι’ έφυγε το χρυσ’ όνειρο ως φεύγουν όλα τ’ άλλα.
28.
Ήταν με σένα τρεις χαρές στην πίκρα φυτρωμένες,
Όμως για μένα στη χαρά τρεις πίκρες ριζωμένες.
29.
Όλοι σαν ένας, ναι, χτυπούν, όμως εσύ σαν όλους.
30.
Του πόνου εστρέψαν οι πηγές από το σωθικό μου,
Έστρωσ’ ο νους, κι’ ανέβηκα πάλι στον εαυτό μου.
31.
Το γλυκό σπίτι της ζωής πούχε χαρά και δόξα.
32.
Παράπονο χαμός καιρού σ’ ό,τι κανείς κι’ α χάση.
33.
Χαρά στα μάτια μου να ιδώ τα πολυαγαπημένα,
Που μόδειξε σκληρ’ όνειρο στο σάβανο κλεισμένα.
34.
. . . . . . . . . . . . . . . . Και μετά βίας
Τί μόστειλες, χρυσοπηγή της Παντοδυναμίας;
35.
Έστρωσ’, εδέχθ’ η θάλασσα άντρες ριψοκινδύνους,
Κι’ εδέχθηκε στα βάθη τους τον ουρανό κι’ εκείνους.
36.
Πάντ’ ανοιχτά, πάντ’ άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου.
37.
Οπούν’ ερμιά και σκοτεινιά και του θανάτου σπίτι.
38.
Το πολιορκούμενο Μεσολόγγι έχει τριγύρου χάντακα,
Πόφαγε κόκαλο πολύ του Τούρκου και τ’ Αράπη.
39.
Χθες πρωτοχάρηκε το φως και τον γλυκόν αέρα.
40.
Πάλι μου ξίπασε τ’ αυτί γλυκιάς φωνής αγέρας,
Κι’ έπλασε τ’ άστρο της νυχτός και τ’ άστρο της ημέρας.
41.
Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κι’ έρμο.
42.
Κι’ όπου η βουλή τους συφορά, κι’ όπου το πόδι χάρος.
43.
Σε βυθό πέφτει από βυθό ως που δεν ήταν άλλος·
Εκείθ’ εβγήκε ανίκητος.
44.
Φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και το χάρο.
45.
Ο αριθμός του εχθρού,
Τόσ’ άστρα δεν εγνώρισεν ο τρίσβαθος αιθέρας.
46.
Η Ελπίδα περνάει από φριχτήν ερημία με
Τα χρυσοπράσινα φτερά γιομάτα λουλουδάκια.
47.
Χάνονται τ’ άνθη τα πολλά, πούχ’ άσπρα με τα φύλλα.
48.
Για να μου ξεμυστηρευθή τα αινίγματα τα θεία.
49.
Σ’ ελέγχ’ η πέτρα που κρατείς και κλει φωνή κι’ αυτήνη.
50.
Μες στ’ άγιο Βήμα της ψυχής.
51.
Η δύναμή σου πέλαγο κι’ η θέλησή μου βράχος.
52.
Στον κόσμο τούτον χύνεται και σ’ άλλους κόσμους φθάνει.
53.
Με φουσκωμένα τα πανιά περήφανα κι’ ωραία.
54.
Πολλοί ’ν’ οι δρόμοι πόχει ο νους.
55.
Η βοή του εχθρικού στρατόπεδου παρομοιάζεται με τον άνεμο,
Οπού περνάει το πέλαγο και κόβεται στο βράχο.
56.
Και το τριφύλλι εχόρτασε και το περιπλοκάδι,
Κι’ εχόρευε κι’ εβέλαζε στο φουντωτό λιβάδι.
57.
Ω γη . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ο Ουρανός σε προσκαλεί κι’ η Κόλαση βρυχίζει.
58.
Και με το ρούχο ολόμαυρο σαν του λαγού το αίμα.
59.
Και τες ατάραχες πνοές τες πολυαγαπημένες.
60.
Οι Έλληνες, με την ελπίδα να φθάση ο φιλικός στόλος, κοιτάζουν τον μακρινό ξάστερον ορίζοντα κι’ εύχονται
Να θόλωνε στα μάτια τους με κάτι που προβαίνει.
61.
Κι’ επότισέ μου την ψυχή που χόρτασεν αμέσως.
Tuesday, July 15, 2014
A Sentimental Topography
[From Dimitris Pikionis, Architect 1887-1968 'A Sentimental Topography', Architectural Association, London.] As we walk upon this earth, our hearts experience anew that rapturous joy we felt as children when we first discovered our ability to move in space - the alternating disruption and restoration of balance which is walking.(1) We rejoice in the progress of our body across the uneven surface of the earth and our spirit is gladdened by the endless interplay of the three dimensions that we encounter at every step, the shifting and changing that occurs with the mere passage of a cloud high up in the sky. We walk past a rock, or a tree trunk, or a shrub's tufted foliage; we move up and down, following the rise and fall of the ground, tracing its convexities, which are the hills and mountains, and its concavities, which are the valleys. Then we rejoice in the wide, flat expanse of the plains; we measure the earth by the toil of our bodies. This deserted country lane is far superior to the thoroughfares of the large modern city, for all its twists and curves and infinite changes of perspective show us the divine hypostasis of singularity when submitted to the harmony of the whole. We meditate upon the spirit which emanates from each particular land or place.(2) Here the ground is hard, stony, precipitous, and the soil is brittle and dry. There the ground is level; water surges out of mossy patches. Further on, the breeze, the altitude and the configuration of the ground announce the proximity of the sea. Further on still, the vegetation runs riot, in an extreme culmination of the earth's thrust towards form, towards a perfect attunement of its clothing to the rhythm of the seasons. Natural forces, geometry of the earth and quality of light and air single out this land as a cradle of civilization. Mysterious exhalations seem to rise from the ground. Here are ancient, venerable places of worship - a precipice that fills one's soul with awe, a cave where mysterious spirits, supernatural powers dwell. In face of these primeval images of the earth, the soul is shot through with a mystical tremor, like the waterfinder when his divining rod comes upon the invisible presence of a subterranean stream. Light created the world. Light preserves it and makes it fruitful. Light reveals the world to our corporeal eyes so that the light of our spirits might in turn illuminate the world. Above the fixed, motionless(3) geometry of the earth stretches the perpetually moving domain of air and light.(4) The Star of Life rotates, comes and goes, and so produces day and night, giving us heat and cold, showers and drought, clear and dark skies, cloud, rain and wind. The human soul rejoices in this mobile geometry of air and light, which constitutes the seasons. Light - the infinite world of form and colour - delights the soul. The soul meditates upon the hours, upon the angle of the sun's rays, the length of shadows, the disposition of rain and drought, hot and cold,(5) the configuration of the clouds. But on this particular day what pleases me most is to concentrate on the spectacle of the ground bathed in calm, wintry light. Here are stone formations shaped by divine forces - rocks, broken boulders, the dust born of the fruitful soil, its particles as uncountable as the stars. I stoop and pick up a stone. I caress it with my eyes, with my fingers. It is a piece of grey limestone. Fire moulded its divine shape; water sculpted it and endowed it with this fine covering of clay that has alternating patches of white and rust, with a yellow tinge. I turn it around in my hands. I study the harmony of its contours. I delight in the way hollows and protrusions, light and shadows; balance each other on its surface. I rejoice in the way the universal laws are embodied and fulfilled in this stone - the laws, which, according to Goethe, would have remained unknown to us, had not an innate sense of beauty revealed them to the poet and the artist. In truth, it occurs to me, O stone, that as the incandescent mass of this planet was torn away from the sun and set spinning around like a ring of fire, eventually condensing into our earth, you came to occupy a place within its vast expanse that was in no way accidental. The harmony of the whole, which determined the inclination of our planet's axis, also assigned this particular place to you as your home, as the generator of your supremely spiritual form, within an atmosphere and light that are spiritually attuned to you.(6) The dance of your atoms, governed by number, shapes your constituent parts according to the law of your singularity. You thus enact this twofold law of universal and individual harmony. I feel you growing, expanding in my imagination. Your lateral surfaces turn into slopes, ridges, and noble precipices. Your hollows become caverns, where water silently trickles from the cracks in the rose-coloured rock. Stone, you compose the lineaments of this landscape. You are the landscape. You are the Temple that is to crown the precipitous rocks of your own Acropolis. For what else does the Temple do but enact the same twofold law, which you serve? More than anything else, is not the Temple also 'an explanation of the way in which the entirety of things is arranged'?' Is its equilibrium not similar to that of the mountains of vegetation, of all living creatures? All the forces of nature converge and work together to produce this particular configuration: the refined air, the bright light, the colour of the sky, the floating clouds, the slope of the mountains, the boulders scattered around the Temple's stylobate and the grass growing up between the cracks. O earth, you reduce everything to yourself as the measure, the modulus which penetrates all things. You gave shape to the city, and to the city's various forms of government. You gave shape to the sounds that make up language. You foreshadowed the arts that involve words and forms. Is it not this concordance, this rule of the same laws in both nature and art, that allows us to see forms of nature transformed before our very eyes into forms of art, or vice versa - or one art form transformed into a different art form? Is it not this concordance, this uniformity governing the apparently most diverse creations, which has the power to reveal and explain them by reflection, by comparison? As I paced upon this soil, as I journeyed across this kingdom of limestone and clay, I saw the limestone change into a lintel, and the red clay colour the walls of an imaginary shrine. The large round pebbles of the Cladeus River appeared to me as the heads of heroes, and the statues on the pediments as mountains. Zeus' long hair became a sheer precipice, and this mountain of a thousand shapes - which I gradually pieced together as I walked across it, recomposing in my mind the harmony of its contours - took on the form of a Greek statue. The pleats and folds in the costume of this peasant woman undulate around her ankles, tracing mountain shapes upon the ground. The woven ornamentation around the hem of her skirt stands out as vividly as a frieze. The dance unfolds like a moving colonnade. The sound of the pipe, interwoven with the dancers' song, makes the mountaintops sway and the rivers flow. The rhythm of these draperies as they ripple around the body, the shape of this brow or forearm, the waves and curls of that hair - all of these explain the landscape. O limestone, you fashioned the stern brow of Aeschylus. Musical notes emanate from the stylobate and the moulded echinus evokes an ancient manuscript. The austere structure that can be seen in the statues can also be found in language. Yet what are the secret relations, O almighty number, that you have established today between the geometry of creation and the crystalline air, which allows the unadulterated essence of divine light to filter through to us? No other light, no other day can ever equal the clarity of the calm, limpid autumn hours. An ineffable mystery irradiates creation this day. Why do the tuft-like clouds draw apart high up in the blue sky or float as gentle, transparent veils across the mountaintops? What have the innumerable blades of grass to tell as they break through the dark, moist soil - are they voices from the past, or spirits rising from the kingdom of Hades? And what about these rough boulders -white, grey-blue, pink - or the shards of pottery scattered over the grass?(8) The voices of children at play and the crowing of a rooster echo mysteriously through the fine, rarefied air. Dried-up wells gape like the dark, open mouths of tragic masks, adding depth to the landscape. The skin expands under the warmth of the sun, and then contracts under the cold touch of shade. The autumn breeze plays sweetly with the blades of grass and the asphodels, both of them nourished by the earth's bitter green sap.(9) A profound mystery connects this hour and the light that pervades it with the golden hide of the wild beast, to the convoluted horns and thick fleece of these grazing, ambling sheep, yellow like the colour of time-worn marble, or black like the shadow of that dark rock. Through the agency of this particular hour the mystery of time becomes one with the mystery of space. What irreconcilable elements have merged together here? Wherever one turns, one may see the double-headed hermae of antithesis. Faced with a mystery of this magnitude, the soul no longer needs an explanation, for in the deepening of nature's mystery, the soul undergoes a process, an experience, a 'passion' in the depths of which lies understanding. It is in moments like this, O Doric column, that your mystery is revealed to me. Now I understand: the 'tension' that governs your lines is not meant only to serve the laws of statics, extending natural beauty into a form of art;(10) the grooves of your fluted body are not meant only to distribute light equally across your surface, inserting shade into light and light into shade, so that the tones of your stone shaft blend with the tones of the sky above and the rock below. You are, it seems to me, an animate being thirsting for union as you revolve upon your own axis, your grooves like eyes that strive to retain, within their revolving motion, what has come to pass and to contemplate, full of trepidation, what is about to happen - but this is not all. More than any of these things, this hour reveals that this longed-for union would project and condense the culmination of nature's dramatic mystery within an art form corresponding to nature itself. There is an undecipherable connection between these stories, this bitter grass, these green shadows, these voices that streak the air, the southern breezes, the torn plumes of the clouds, all this dramatic mystery which appears to be composed of irreconcilable opposites; all these are made one in the equation of your grooves. Is not your own form made of irreconcilable opposites held together in perfect balance? And the coldness of the marble, the austerity of your vertical shaft, your parallel lines - have they not merged with the warmth of the sun, with the unsurpassable sensitivity of the spirit, to make you what you are? It was surely in an hour such as this that the artist's mind conceived you. And each time that number establishes the ineffable harmony between that hour and your form, your mystery is reborn. This is what I thought; on an early April day, when I perceived you behind the golden dust rising from the chariot wheels in the slanting rays of the afternoon sun. Or was it on some summer evening, as darkness was spreading across the mountains in the west, enveloping the land, while in the east the sky was streaked with pink? But in this wintry hour I think of you again, O Doric cyma, of the stern music of your form poised high up on the Acropolis, high above the sheer rocks and the clay soil of the olive grove. I reflect upon the winter light falling on your harmonious incurvatures, upon the cool shadows that nestle among them and constitute your darkness. There is something awesome about the austerity, the sharpness, the sensitivity of your shape, rising out of a perfect mathematical formulation.(11) I can visualize the men who wrought you. I can see the robes draped around their beautiful limbs. They have stern brows, furrowed by deep thought. There is sternness too about their eyes, their temples, and their beards. But how is one to bring to mind all the hours of the year, or even of a single day? The spirits that inhabit morning and afternoon, noon and evening? The days of summer and spring, the halcyon days of winter and autumn? The days when the wind blows from the north or the south, the days of Apeliotes, the east wind, and of the summer winds that blow for forty days after the rising of the dog-star? For these are the spirits that will enable us to witness the 'suffering' and the transformation of form and space within the element of time. This journal is by no means complete but does it really matter? Is it not enough if the perusal of what there is helps to make manifest the principle which I believe nature wishes to teach us: nothing exists on its own; everything is part of a total harmony. All things are interconnected; for they are all affected and changed by each other. We can apprehend one thing only through the intermediary of everything else. NOTES 1. - In an attempt to analyse the human act of walking, Rodin remarked admiringly: 'Man is a walking cathedral' (Les cathedrales de France). 2. - The geometry of a place or land is a product of its composition. By composition I mean the nature of the materials that go into its making, and also the nature of the diverse forces that have worked or are still working upon it. The nature of matter has to do with chemistry, which is ruled, like all things, by number. But the operation of external forces (such as fire, water or earthquakes), though it may appear wanton and uncontrolled to human eyes, is really as strictly calculated by nature as the proliferation of the minutest living creatures in the universe. 3. - 'Motionless' in a relative sense only, since this geometry is also affected and influenced, through a reflex process, by the motion of the light and air encompassing it. 4. - Climate, in other words the mobile geometry of a country's atmosphere, derives from its relative position on this planet. A country's position determines its distance from the sun, which changes with the seasons. Climate is thus affected and influenced by this other geometry. The intensity and quality of light is determined by a country's position in relation to the sun, by the angle of the sun's rays and by the quality of the atmosphere. A sentient, empathic nature often ascribes the quality of atmosphere to light itself. 5. Our sentient nature cannot conceive of 'matter' independently of temperature, or the constitution of the atmosphere independently of the intensity and quality of light. A space is perceived to be smaller when it is hot and larger when it is cold. The weight of matter appears to increase with heat. Shape becomes sharper with cold. 6. The profound sense of wonder aroused by the sight of the perfect accord between the air and light of a land and the geometry of its soil compels us to accept the existence of a harmonious unity linking all three elements. How else could one explain the incomparable harmony between the pure, spiritual, perfectly modelled shape of the mountains of Attica, and the fine, mellow air and brilliant light in which they stand? Indeed, I do not think it would be presumptuous to say that this harmony is no accident but the rigorous consequence of the inherent harmony, which informs the whole principle of creation: on the contrary, it would be fully in accord with our innate sense of cosmic harmony. We may therefore accept as an axiomatic truth that the geometry of the ground and the air and light of a country are entirely consonant elements. 7. To recall the words of Heraclitus: 'Yet although the logos is common to all, most men live as if each of them had a private intelligence of his own', prompting Sextus Empiricus' comment: 'And this is nothing else than an explanation of the way in which the entirety of things is arranged. Therefore, insofar as we share in the memory of this we say what is true, but when we depend on private experience we say what is false: (English translation by Philip Wheelwright, Heraclitus, New York, 1964.) 8. - An inexplicable pattern of kinship and contrast links the green vegetation and the red soil with the two colours that adorn ancient Greek vases; black and red. 9. - At moments like this, form and motion take on a strange stillness, becoming static. The vertical line, the horizontal, the oblique, and the point - all seem to become invested with a deepening harmony. 10. - The sensitivity of nature penetrates into the work of art through the sensitivity of the spirit. What appears to be the rectilinear geometry of architecture is in reality the geometry of curves. The theoretical definition of the tensions and equations in these curves, and their translation into matter, can only be achieved by the finest artistic sensibility. 11. - The austerity of the Greek column is of a different nature to the theocratic austerity of the Egyptian column. In the latter, it amounts to a subjection to divine attributes, whereas in the Greek column, it emerges as the product of a spirit that is austere, but also human and free. |
Wednesday, July 9, 2014
Greece's Gift to the World
The glory of modern Greece was crowned neither with the olive of the ancients
nor with the diadem of Byzantium.
-Aegean Notebooks by Z. Lorenzatos
Καὶ 'ς τὴν κόμη στεφάνι φορεῖ
Γινομένο ἀπὸ λίγα χορτάρια
Ποῦ εἰχαν μείνῃ 'ς τὴν ἔρημη γῆ.
Γινομένο ἀπὸ λίγα χορτάρια
Ποῦ εἰχαν μείνῃ 'ς τὴν ἔρημη γῆ.
-Δ. Σολωμός
“And her head is adorned with a crown
Fashioned out of the last few grasses
That were left upon the desolate earth.”
Read the full article at:
http://phenomenalogos.blogspot.com/2014/06/greeces-gift-to-world.html
Tuesday, June 3, 2014
The Church is One
Metropolitan John Zizioulas:
First
of all, let
us take a look at the Church as a whole. The Church is one. The
Lord did not found many Churches; only one. And this One Church
identifies with the Body of the One Christ. But, because this One Church
is realized, is expressed and portrayed in the Divine Eucharist, that is why it
necessarily appears as a Eucharist community; that is why She necessarily
appears as many Churches. Because it is unthinkable for one only
Eucharist community to exist for all of the world, for all of Creation.
So, wherever the faithful assemble for the same reason, to comprise the
Eucharist assembly, that is where the overall Body of Christ is realized; that
is where the mystery of Providence is recapitulated, and where the Kingdom of
God is fully portrayed. We have, therefore, One Church, which however consists
of many local Churches. And precisely because each local Church (where the
Divine Eucharist is performed) constitutes an image of the eschatological
community, and also comprises the complete Body of Christ, that is why every
such Church is (and must be) regarded as the whole Church. And that is why She was
called from a very early stage “the catholic-overall Church” – Saint Ignatius
being the first one to name Her thus. The “catholic” Church is,
therefore, each local church that has that fullness which the
Eucharist assembly provides to the Eucharist Body of Christ; the fullness of
the recapitulation of everything, and the portrayal of the Kingdom to come in a
specific place..
The
Church,
therefore, (the One and Catholic-overall one), is composed of many
catholic-overall churches. This is also why the term “catholic” was used in the
plural, even up to the time of Augustine, following which, its meaning was
changed: the “catholic” Church was no longer that which I just described, but
it took on the meaning of “Ecumenical Church”, in other words, the One Church
that is scattered throughout the world. Augustine, in his attempts to
strike at the “localism” of the Donatists whom he was opposed to, highlighted
the universality of the Church, and identified Her with the notion of
catholicity (universality). Consequently, for Augustine, “Catholic
Church” is for the first time in Patristic literature, exclusively the
worldwide Church. This element, like many others, also infiltrated the
theology of the Orthodox East, thus drawing us also into this mistaken viewpoint.
When we say: “…..I believe in One, Holy, Catholic and
Apostolic Church….” , we usually mean the worldwide-universal Church.
This is of great importance for the organization of the Church, and it
becomes obvious, when we realize how it appeared and how it was applied in the
West, where Augustine’s theology prevailed.
The
Church in
the West was organized as one, uniform whole, with such a structure that would
ensure what we call a universal Church, with one, universal head – the bishop
of Rome. On the contrary, in the East such an Ecclesiology on organization
could not be formulated; the Church could not be regarded as a universal
organization, which has a head and a center. In the East, we have a
different kind of structure in the Church. What we must stress is that
the thing that differentiates us so much from the West is that perception that
we have of the Church as an image of End Times, which is realized with the
Divine Eucharist. This is what allows us to regard every assembly that performs
the divine Eucharist (we shall mention under what conditions, later on) as a
complete Church, because what takes precedence for us is the presence of the
whole Body of Christ. Just as the divine Eucharist realizes the Whole
Christ and not a portion of Christ, so it is with every local Church. In
view of the fact that –for us- the term “Church” is based on the experience and
the Sacrament of the Divine Eucharist, it is acknowledged as the complete Body
of Christ, and not just a part of it. An Ecclesiology such as this,
therefore, speaks of one Body of Christ in the entire world, and of the
individual Churches as ‘members’ or ‘parts’ of that one Body. Perceptions
such as these exist among the Orthodox also, but it is clearly a Western
perception. Our view is that every Church is a complete Church; a
catholic one; the whole Body of Chris, because the notion of “Church” is based
on the divine Eucharist. That is the only reason. If you take away that
reason, you will not be able to explain why he local church should be
“catholic”. It was because this Ignatian Ecclesiology of the Eucharist
had waned in the West and other kinds of ecclesiological premises were
imported, that each local Church was no longer regarded “catholic”. Instead, the
notion of “catholic Church” was identified with the notion of a worldwide
organization.
Fr. John Romanides:
Since for Ignatius the Eucharist is the formative and
manifest center of corporate love unto immortality, and at the same time the
weapon which insures the continues defeat of the devil, it is quite clear that
the corporate liturgy is the very pivotal point of faith in action, the
participation of which is the only sure sign of continuous communion with God
and neighbor unto salvation. This unity of selfless love in Christ with each
other and the saints is an end in itself - not a means to another end. The
existence of any other utilitarian and eudaimonistic motive other than
unconditional selfless love for God and neighbor in Christ simply means slavery
to the powers of Satan. "... love nothing except God." (Ign. Eph. 9,
11; Mag. 1.)
In the Eucharistic life of selfless love is thus understood as an end in itself and the only condition for continual membership in the Church, it follows that the relationship of one community to another cannot be one of inferiority or superiority. Nor can one community be considered a part to another community because the fullness of Christ is to be found in the Eucharist which itself is the highest and only possible center and consummation of the life of unity and love. " ...whether Jesus Christ is, there is the Catholic Church." (Ign. Smyr. 8.)
Monday, June 2, 2014
Tuesday, March 18, 2014
A Lenten Message from St. Isaac of Nineveh
If you
do not have stillness in your heart, at least be still in your tongue. And if you cannot keep your thoughts
disciplined, then at least discipline your senses. And if you are not alone in your mind, then
at least be alone in your body. And if
you can do nothing with your body, at least be grieved in your mind. And if you cannot fast for two days on end,
at least fast till evening. And if you
cannot wait till evening, at least take care not to eat your fill. If you
cannot show mercy, at least speak as a sinner.
Your are not a peacemaker; do not be a troublemaker. You are not zealous; be at least resolute in
your mind.
"Why should I go to Church?"
The following is written by one of the greatest and least known theologians of the 20th century, Panagiotis Nellas-
First is the Triune God. It is around His throne that the faithful
assemble. The night, which through the darkness and the silence
stills the senses
of the body,
the Alleluia, the hymns to the Holy Trinity, the
iconography of the church, all help the human person to turn towards the Triune
Deity, to place himself in His presence.
The aim is that the
faithful gathered together in the church should find themselves again in their
Father's House, that the world should change through repentance and prayer, and
that the ancient Home should be reconstituted in the Church.
Above all, the second
person of the Holy Trinity is actively present with an effectiveness which we
should call natural, since the created portion of our world which He assumed
and rendered infinite by making it His body is
the Church, within which our space and time find their new dimensions, those
dimensions which allow us to celebrate acts of worship. The assembly of the
faithful takes place literally in the body of Christ, Christ being our House.
The incarnate Logos, the
Lord Jesus, is present with an immediate, existential effectiveness. He is the loving Redeemer, the crucified
Bridegroom, who wounds the hearts of the faithful with His love and calls them
to a mystical erotic union.
Next it is the Mother of
God who is present in a similarly effective way. Her own body is the body of
the God-man, the body which is the Church. Mary is the Theogennitria, she who gave birth to God. Within her the great
marvel was realized that one of the Trinity should become that which we are.
She is the Gate and the Ladder which unites earth with heaven, which causes a
saving breach to be made in the boundary enclosing our time and space, and
even now already brings into the world things which transcend it.
The Mother of God is moreover
the loving consoler of the faithful in the arid time of fasting, their champion
in the night-long struggle of prayer, the guide leading to Christ, the
intercessor for sins, the conductor of the bride in the mystic union. The
faithful converse also with her as they do with Christ.
We find it difficult today
to understand the deeply rational nature of ecclesiastical acts and practices-Mysteries, services, festal cycles, prayer,
ascesis, and repentance-because we
are hindered by a mono-dimensional, pedestrian concept of space and time. But
within the Church another cosmology holds sway. This different conception of
space-time is expressed by Byzantine architecture and iconography and is also presupposed by Byzantine hymnography.
The architectural whole, the icons,
the hymns-"Today He
hangs upon the
cross," "Come, let us be crucified with Him"- are not parables or verbal patterns, the creation of a
well-endowed imagination, but express a reality in precisely the same way that
the new birth which is granted by baptism, and the communion of the body and
blood of Christ which takes place in the divine Eucharist, are not metaphors
but realities. Unless we take seriously the different cosmological and anthropological settings within
which the Church lives and moves, it is impossible for us to understand Byzantine art or biblical, patristic and
liturgical texts, and it is equally impossible for us to understand the rationality and reality underlying the
specific manner in which the Church's life is constructed as an active,
decisive, salvific reorganization and refashioning of the limited dimensions
and functions of the created world and the created being of man.
Subscribe to:
Posts (Atom)