Εισήγηση στο συνέδριο που οργανώθηκε το 1998 για τα εξήντα χρόνια από τον θάνατο τού Αθωνίτη αγίου Σιλουανού (1866-1938), στο Ρωμαιοκαθολικό κοινόβιο τού Bose (Βόζε) τής Βόρειας Ιταλίας. Δημοσιευμένο στο βιβλίο «Ο άγιος Σιλουανός τής Οικουμένης» εκδ. ΑΚΡΙΤΑΣ Ιανουάριος 2001.
Εξοχώτατοι, Πατέρες, Αδελφοί και Αδελφές, με βαθιά συγκίνηση ανέλαβα να εισηγηθώ το θέμα της θεολογίας του αγίου Σιλουανού. Η επιλογή του θέματος οφείλεται στο γεγονός ότι, με τη βοήθεια του πνευματικού του μαθητή και προσωπικού μου πνευματικού πατέρα, του αειμνήστου π. Σωφρονίου της μονής του Έσσεξ, έχω εκτιμήσει τον αγ. Σιλουανό, όχι μόνο ως χριστιανός και μέλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αλλά και ως ένας μαθητής και διδάσκαλος της θεολογίας, τελευταία δε και ως επίσκοπος. Ο αγ. Σιλουανός εξακολουθεί να είναι ο προσωπικός οδηγός μου στην πνευματική ζωή, επειδή η σκέψη του, με όλες τις πτυχές που διαθέτει, έχει κρίσιμη σημασία όχι μόνο γι' αυτούς που ζουν τη μοναχική ζωή, αλλά και για εκείνους που αφιερώνονται στον θεολογικό στοχασμό και μετέχουν στην ηγεσία της Εκκλησίας μέσα στον κόσμο. Συνεπώς, θα σάς μιλήσω για τον αγ. Σιλουανό με ένα αίσθημα ευγνωμοσύνης και εκτίμησης. Τι μου δίδασκε λοιπόν σχετικά με την θεολογία αυτός ο στάρετς;
Στην εποχή μας η θεολογία έχει ταυτισθεί με μια δραστηριότητα της διάνοιας και θεωρείται συνήθως ως ένας κλάδος της επιστήμης. Στην πρώτη Εκκλησία, ο τίτλος «θεολόγος» εφυλάσσετο για λίγους ανθρώπους (καθ' όσον γνωρίζουμε, έχει δοθεί μόνο στους αγίους Ιωάννη τον Ευαγγελιστή, άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο και άγιο Συμεών τον Νέο θεολόγο), ενώ σήμερα χρησιμοποιείται για όλους όσοι κατέχουν το πτυχίο κάποιας Θεολογικής Σχολής, που το παίρνουν μετά από κάποιο χρόνο σπουδών. Στην περίπτωση του αγίου Σιλουανού φαίνεται να απουσιάζει εντελώς αυτό που ονομάζουμε «ακαδημαϊκή θεολογία». Ποτέ δεν σπούδασε σε Θεολογική Σχολή και ποτέ δεν έγραψε κάτι που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στην θεολογική σπουδή και έρευνα. Δεν μπορεί λοιπόν να αποκληθεί «θεολόγος», μ' αυτή τη σύγχρονη έννοια της λέξης. Δεν υπάρχει λοιπόν κάτι που θα μπορούσε να ονομασθεί «θεολογία του αγίου Σιλουανού του Αθωνίτη»;
Η αναβίωση του μοναχισμού και η ανακάλυψη των Πατέρων της ερήμου και των επονομαζομένων «μυστικών» συγγραφέων της Εκκλησίας, έχει κάνει πολλούς ανθρώπους της εποχής μας να αντιδράσουν έντονα κατά της ακαδημαϊκής θεολογίας, που την θεωρούν τουλάχιστον περιττή, αν όχι και κακή και εχθρική για την πνευματική ζωή. Πολλοί γέροντες σήμερα συμβουλεύουν τα πνευματικά τους παιδιά να μην παίρνουν στα σοβαρά την ακαδημαϊκή θεολογία και να συγκεντρώνονται στην προσευχή και σε άλλες «πνευματικές» ασκήσεις. Ζούμε σε μια εποχή αυξανόμενης διχοτόμησης ανάμεσα στον νου και στην καρδιά, στην διανοητική εργασία και στην ασκητική ζωή. Όταν εγώ ήμουν φοιτητής, ήταν αδύνατο να βρεις έστω και μια αναφορά στους Πατέρες της ερήμου σε κάποιο από τα εγχειρίδια δογματικής (τα παραδείγματα του Ανδρούτσου και το Τρεμπέλα είναι αρκετά χαρακτηριστικά στην Ελλάδα, υποθέτω όμως πως μπορούν να βρεθούν παρόμοια και στην ρωσική δογματική θεολογία). Από την εμπειρία μου άλλωστε ως καθηγητής της Δογματικής σε ορθόδοξη Θεολογική Σχολή, έχω πολύ συχνά αντιμετωπίσει φοιτητές, οι πνευματικοί πατέρες των οποίων τους συμβουλεύουν να μην παίρνουν στα σοβαρά τις απόψεις των καθηγητών τους, αλλά να τις υποβάλλουν στην κρίση του γέροντά τους, που συνήθως δεν διαθέτει καμιά ακαδημαϊκή θεολογική παιδεία.
Αυτή η διχοτόμηση είναι λανθασμένη και επικίνδυνη. Αν και αληθεύει ότι η ακαδημαϊκή θεολογία και η ασκητική εμπειρία είναι δυο διαφορετικά πράγματα, δεν πρέπει ωστόσο να θεωρείται πως αποκλείει και αναιρεί το ένα το άλλο. Μπορεί δε να γίνει αυτό στο μέτρο που αρνούνται να απομακρυνθεί το ένα από το άλλο και να απολυτοποιήσουν την φύση και την λειτουργία τους στην Εκκλησία. Η Εκκλησία περιλαμβάνει μια ποικιλία χαρισμάτων, που κανένα δεν μπορεί να πει στο άλλο «δεν σε χρειάζομαι». Η ιστορία της Εκκλησίας είναι γεμάτη από ιστορίες ασκητών, που οι εμπειρίες τους έχουν εμπνεύσει μεγάλους θεολόγους (ο άγιος Αντώνιος, παραδείγματος χάριν, παρουσιάζεται «θεολογικά» από τον άγιο Αθανάσιο, με τον ίδιο, λίγο πολύ, τρόπο που η ζωή του αγίου Σιλουανού παρουσιάζεται από τον πατέρα Σωφρόνιο), ενώ υπάρχουν περιπτώσεις όπου το ίδιο πρόσωπο συνδυάζει την ασκητική ζωή με μια ρωμαλέα ακαδημαϊκή σκέψη, όπως το διαπιστώνουμε π.χ. στον άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή.
Συνεπώς, ένας ακαδημαϊκός θεολόγος μπορεί να αντλήσει πάρα πολλά από έναν ασκητή, όπως είναι ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης. Αν μάλιστα διαθέτει και δημιουργική σκέψη, μπορεί να παρουσιάσει τις ασκητικές εμπειρίες του υπό μορφή δογματικής θεολογίας. Αυτό μπορεί να γίνει στην περίπτωση του αγίου Σιλουανού, και αυτό ακριβώς θα προσπαθήσω να καταδείξω, υπογραμμίζοντας ορισμένα δογματικά θέματα, για τα οποία η σκέψη του αγίου Σιλουανού έχει ιδιαίτερη σημασία.
1. Το δόγμα της αγίας Τριάδος ή εν γένει του Θεού
Μία από τις ρήσεις του αγίου Σιλουανού, που διαφύλαξε ο π. Σωφρόνιος, είναι η ακόλουθη: «Είναι άλλο πράγμα να πιστεύεις στον Θεό και άλλο πράγμα να γνωρίζεις τον Θεό». Πώς λοιπόν γνωρίζουμε τον Θεό;
Έχουμε δύο ειδών γνώση: η μια είναι η γνώση για κάτι ή για κάποιον, η άλλη είναι η γνώση κάποιου προσώπου ή κάποιου πράγματος. Αν και μπορούμε εύκολα να μπερδέψουμε αυτά τα δύο είδη στο μυαλό μας, όμως διαφέρουν θεμελιωδώς. Η γνώση για τον Θεό μπορεί να αποκτηθεί μέσα από βιβλία ή ακόμη και αποκαλύψεις, ή απλώς από τη μελέτη της φύσεως, όπως ο Πλάτων έχει ήδη σημειώσει. Αλλά η γνώση του Θεού δεν μπορεί να επιτευχθεί δίχως προσωπική σχέση μαζί Του. Αυτό συγκεφαλαιούται σε δύο βασικές αλήθειες:
α) Ο Θεός γνωρίζεται μέσα από τις προσωπικές σχέσεις που συνθέτουν την ύπαρξή Του: δηλαδή, μόνο ως αγία Τριάδα. Δεν μπορείς να γνωρίσεις τον Θεό έξω από τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος γνωρίζει τον Εαυτό Του (αυτός είναι και ο λόγος που κανείς δεν μπορεί ποτέ να γνωρίσει την φύση του Θεού)· στην αντίθετη περίπτωση διακινδυνεύουμε να γνωρίσουμε κάτι άλλο ή κάποιον άλλον από τον Θεό, τον αληθινό Θεό. Τώρα, ο Θεός γνωρίζει τον Εαυτό Του ως Πατέρα, Υιό και Πνεύμα. Όπως παρατηρεί ο άγιος Αθανάσιος στην πολεμική του ενάντια στους Αρειανούς, αν ο Υιος δεν υπήρχε ανέκαθεν μαζί με τον Πατέρα, ο Πατήρ δεν θα γνώριζε τον Εαυτό Του, επειδή ο Υιος είναι η αλήθεια του Πατρός, στον οποίο, σαν σε καθρέφτη, ο Πατήρ βλέπει τον Εαυτό Του και έτσι Τον γνωρίζει. Ο Πατήρ γνωρίζει τον Εαυτό Του κοιτάζοντας στον καθρέφτη Του, που είναι ο Υιος. Όπως παρατηρεί ο απόστολος Παύλος, μόνο το Πνεύμα του Θεού γνωρίζει τον Θεό και τα βάθη της ύπαρξής Του. Συνεπώς, μόνο όταν εισέλθουμε σε μια δια-τριαδική προσωπική σχέση, δηλαδή, μ' άλλα λόγια, όταν γίνουμε δεκτοί ως υιοί του Πατρός, μέσω του Πνεύματος της υιοθεσίας που μας επιτρέπει να αποκαλούμε τον Θεό Πατέρα και να Τον γνωρίζουμε μ' αυτόν τον τρόπο, θα μπορέσουμε να γνωρίσουμε όχι τα «σχετικά» με τον Θεό, αλλά τον Θεό.
Σύμφωνα με τον πατέρα Σωφρόνιο: «Τι νόημα μπορεί να έχει μια θεωρητική θεολογία για την αγία Τριάδα, αν δεν αισθάνεσαι την άγια δύναμη του Πατρός, την πλήρη ταπείνωσης αγάπη του Υιού, το άκτιστο φως του αγίου Πνεύματος;».
Ο άγιος Σιλουανός επιμένει ξανά και ξανά στην σημασία που έχει το άγιο Πνεύμα για την γνώση του Θεού. «Άγιο Πνεύμα ... Μου αποκάλυψες ένα ακατάληπτο μυστήριο». «Το άγιο Πνεύμα - λέγει - δίνει αοράτως την γνώση (του Θεού) στην ψυχή». Αυτή η γνώση ταυτίζεται με την ίδια την αγάπη του Θεού προς εμάς: «(Το άγιο Πνεύμα) μου έδωσε (την δυνατότητα) να γνωρίζω το πόσο ο Κύριος μας αγαπά», όπως λέγει αλλού. Αυτό μας οδηγεί στην δεύτερη αλήθεια όσον αφορά την γνώση του Θεού.
β) Η αγάπη προηγείται της γνώσεως, ή ακόμα καλύτερα: η αγάπη είναι γνώση και η γνώση είναι αγάπη. Ο πατήρ Σωφρόνιος αναφέρεται στο αξίωμα του Καρτέσιου «Cogito, ergo sum» (σκέφτομαι, άρα υπάρχω) και προτείνει, στην περίπτωση του αγίου Σιλουανού, να μεταβληθεί αυτό σε «αγαπώ, άρα υπάρχω». Αυτό ανατρέπει τον συλλογισμό του αγίου Αυγουστίνου, πάνω στον οποίο ο ίδιος και αργότερα ο Θωμάς Ακινάτης βασίζουν το επιχείρημά τους υπέρ του Filioque, δηλαδή, ότι δεν μπορείς να αγαπάς κάποιον ή κάτι αν κατ' αρχάς δεν τον (ή το) γνωρίζεις (ο συλλογισμός του αγίου Αυγουστίνου και του Θωμά είναι πως, αν ο Υιος είναι η γνώση του Θεού, τότε ο Υιος πρέπει να προηγείται του Πνεύματος). Ισχύει όμως το αντίστροφο: αν δεν αγαπάς, δεν γνωρίζεις. Όπως δε ο Θεός μας γνωρίζει, με το να μας αγαπά και με το να μας αποκαλύπτεται ως αγάπη, έτσι κι εμείς Τον γνωρίζουμε μόνο με το να Τον αγαπούμε και με το να αγαπούμε αυτούς που Αυτός έχει αγαπήσει.
Το θέμα αυτό της αγάπης, ως ο δρόμος προς την αληθινή γνώση, συνδέεται στην σκέψη του αγίου Σιλουανού με το αγαπημένο του μοτίβο για την αγάπη προς τους εχθρούς. Θα ήταν λάθος να κατανοήσουμε αυτή την ιδέα, στην οποία τόσο πολύ επιμένει ο άγιος Σιλουανός, ως ηθική αρχή. Για τον άγιο Πατέρα είναι βαθιά και αποκλειστικά θεολογική: πρέπει να αγαπούμε τους εχθρούς μας μόνο επειδή ο Θεός αγάπησε τους εχθρούς Του στο πρόσωπο του σαρκωθέντος Υιού Του. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να γνωρίσουμε τον Θεό, επειδή αυτός είναι ο μόνος τρόπος που μας αποκαλύπτεται, δηλαδή ως αγάπη προς τους εχθρούς. Αυτή είναι μια θεολογική και όχι μια ηθική αρχή. Είναι ο δρόμος της γνώσεως του Θεού.
Με παρόμοιο τρόπο πρέπει να κατανοήσουμε και να εκτιμήσουμε την αγάπη που έδειχνε ο άγιος Σιλουανός στα φυτά και στα ζώα και στην οποία ο πατήρ Σωφρόνιος αφιερώνει μια μεγάλη παράγραφο. «Η καρδιά που έμαθε να αγαπά νιώθει έλεος για όλη την κτίση». Και αυτό επίσης πρέπει να κατανοηθεί θεολογικά: αγαπούμε τα κτίσματα επειδή τα έφτιαξε ο Θεός και υποφέρουν λόγω της δικής μας πτώσης.
Όσον αφορά την διδασκαλία περί Θεού, ο άγιος Σιλουανός έχει προηγηθεί από εμάς, τους σύγχρονους θεολόγους, στο θέμα της προσωπικής γνώσης. Θεωρούσε πως η αγία Τριάδα γνωρίζεται μόνο με τη βίωση της αγάπης και πως μας αποκαλύπτεται μέσω του αγίου Πνεύματος, που είναι Φως, επειδή ακριβώς είναι αγάπη. Η γνώση του Θεού είναι μια «πρόσωπο προς πρόσωπο» συνάντηση και, σύμφωνα με τον πατέρα Σωφρόνιο, αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο άγιος Σιλουανός ερχόταν σε επαφή με τον Θεό στην προσευχή του. Ο πατήρ Σωφρόνιος, έχοντας εμπειρία των ανατολικών θρησκειών, βρήκε στον άγιο Σιλουανό την αληθινή αποκάλυψη αυτού που αποκαλεί «υποστατική αρχή». Όταν το ανθρώπινο ον γίνεται υπόσταση, δηλαδή μια οντότητα ικανή να αγκαλιάζει, ιδιαίτερα με την προσευχή και την αγάπη του, τον Θεό και ολόκληρη την δημιουργία και να μιλά πρόσωπο προς πρόσωπο με τον Θεό και με τους άλλους, τότε εκπληρώνει το «κατ' εικόνα και καθ' ομοίωσιν του Θεού» και εισέρχεται στην αιώνια ζωή. Η τριαδική θεολογία και η προσωπική ύπαρξη συμπίπτουν ως προς την εμπειρία της «υποστατικής αρχής», στην οποία ο πατήρ Σωφρόνιος είχε αφιερώσει, μέχρι το τέλος της ζωής του, πολλή δουλειά.
2. Χριστολογία
Στο κέντρο της σκέψης του αγίου Σιλουανού βρίσκεται η Χριστολογία, την οποία ο άγιος Πατέρας προσεγγίζει υπαρξιακά, και όχι τόσο σχολαστικά, όπως την γνωρίζουμε από τα δογματικά εγχειρίδια. Πιστός σε μια τυπικά ρωσική παράδοση, που μας θυμίζει τον Ντοστογιέφσκυ και άλλους Ρώσους στοχαστές, ο άγιος Σιλουανός προσεγγίζει τη Χριστολογία από την πλευρά της κενώσεως και τονίζει τον δρόμο του Σταυρού ως τον εμπειρικό τρόπο της σωτηρίας. Δεν μπορείς να πλησιάσεις την ζωή αν δεν πεθάνεις, όπως ο Χριστός πέθανε πριν αναστηθεί. Ο άγιος Σιλουανός ωθεί αυτό το θέμα στα όρια, κατά έναν πραγματικά ντοστογιεφσκικό τρόπο, με την περίφημη φράση του: «Κράτα τον νου σου στην κόλαση και μην απελπίζεσαι». [Σημείωση ΟΟΔΕ: Αν και στη Δύση, για τον Άδη και την Κόλαση χρησιμοποιείται η ίδια λέξη, για την ακρίβεια, η λέξη που χρησιμοποιήθηκε από τον Άγιο, είναι: "Άδη" και όχι "Κόλαση", μια σημαντική διαφορά που αν δεν την έχουμε υπ' όψιν μας, δεν κατανοούμε τι ακριβώς λέει εδώ ούτε ο άγιος Σιλουανός, ούτε ο σεβ. Ιωάννης. Γι' αυτό ας εκλάβουμε τις αναφορές εδώ στην "Κόλαση", με τη σωστή λέξη: "Άδης"]. Αυτή η φράση γίνεται απαίσια μηδενιστική έξω από την Χριστολογία. Αν ληφθεί έξω από το Χριστολογικό της πλαίσιο, μπορεί να οδηγήσει στην αυτοκτονία. Η κόλαση είναι πέρασμα κι όχι προορισμός. Δεν έχουμε κληθεί να κατοικήσουμε εκεί. Δεν υπάρχει όμως παράδρομος που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε για να αποφύγουμε αυτό το πέρασμα, αν επιθυμούμε να φθάσουμε στον τελικό μας προορισμό, που είναι ο ουρανός και η βασιλεία του Θεού. Έτσι είναι τα πράγματα, επειδή ο ίδιος ο Χριστός πέρασε από αυτήν την εμπειρία. Η σκέψη είναι χριστολογική, και γι' αυτόν τον λόγο δεν οδηγεί στην απελπισία. Η νίκη του Χριστού πάνω στην κόλαση αποτελεί την προϋπόθεση της διάβασης μέσα απ' αυτή. Γίνεται έτσι μια αναστροφή της ακολουθίας θάνατος - ανάσταση: Τώρα προηγείται η Ανάσταση του Χριστού από την είσοδό μας στην κόλαση, και γι' αυτόν τον λόγο δεν μπορούμε να οδηγούμαστε στην απελπισία.
Αυτό το θέμα, όταν κατανοείται χριστολογικά, κάνει τις πνευματικές αρετές, όπως την ταπείνωση και την αγάπη, βαθιά θεολογικές. Κρατώντας τον νου σου στην κόλαση ταπεινώνεσαι, όχι ψυχολογικά, αλλά οντολογικά. Συμμετέχεις στην άβυσσο του μηδενός, όπου βρισκόσουν πριν ο Θεός σε φέρει στην ύπαρξη. Βιώνεις την απουσία του Θεού ως υπαρξιακό κενό και εκεί, σ' αυτό το κενό, συναντάς τον προγεννήτορά σου Αδάμ να κλαίει και να θρηνεί για την απώλεια του Παραδείσου (ένα θέμα τόσο αγαπητό στον άγιο Σιλουανό). Ταυτίζεσαι έτσι με όλη την ανθρωπότητα, ιδιαίτερα στην πεπτωκυία κατάστασή της, και ταυτιζόμενος μ' αυτήν στην πτώση της αποκτάς την αληθινή αυτογνωσία και παύεις να είσαι περήφανος για τον εαυτό σου - αυτή είναι αληθινή ταπείνωση -, ενώ την ίδια στιγμή νιώθεις συμπάθεια προς όλους εκείνους που σαν εσένα είναι αμαρτωλοί, συμπεριλαμβανομένων των εχθρών σου, και έτσι τους αγαπάς όλους, όχι συναισθηματικά αλλά υπαρξιακά, όχι υποχρεωμένος να το κάνεις αυτό λόγω κάποιας ηθικής επιταγής, αλλά συμμετέχοντας στη δική τους ύπαρξη, στον χωρισμό τους από τον Θεό, στον θάνατό τους. Ο Χριστός τα έπραξε όλα αυτά και δίχως αυτό το γεγονός η Χριστολογία θα παρέμενε κενό δόγμα.
Αυτή η κενωτική Χριστολογία, στην περίπτωση του αγίου Σιλουανού, χρωματίζει και το θέμα της μεταμόρφωσης, που βρίσκεται στο κέντρο της αθωνικής παράδοσης από την εποχή ακόμη των ησυχαστών. Αυτό είναι ενδιαφέρον τόσο από ιστορική όσο και από θεολογική άποψη. Το θέμα της κένωσης δεν φαίνεται να κυριαρχεί στους ησυχαστές του 14ου αιώνα. Βρίσκεται παρόν μυστικά, αλλά ο άγιος Σιλουανός το φέρνει στην επιφάνεια και το βάζει στο κέντρο. Αυτό τον κάνει να βρίσκεται πιο κοντά μας απ' ό, τι οι ησυχαστές του 14ου αιώνα. Η εποχή μας έχει μεγαλύτερη συνείδηση της τραγωδίας, του κενού και του μηδενός απ' ό, τι το Βυζάντιο. Την ίδια στιγμή αυτό το θέμα μπορεί να προστατεύσει το ησυχαστικό ενδιαφέρον για την Χριστολογία της Μεταμόρφωσης από τον κίνδυνο να κατανοηθεί μ' ένα θετικιστικό πνεύμα, ανάλογο μ' αυτό που υπάρχει στις ανατολικές θρησκείες. Αν η εμπειρία της Μεταμόρφωσης πρέπει να συνδυασθεί με την εμπειρία του Σταυρού - αυτό ακριβώς απαιτεί η ίδια η βιβλική διήγηση -, η συνέπεια αυτού του συνδυασμού θα είναι το ότι ο ασκητισμός δεν αποτελεί μια ατομική εμπειρία, αλλά μια μετοχή στην οδύνη ολόκληρου του κόσμου και πως δεν υπάρχει άλλος τρόπος για να δούμε το άκτιστο φως από το να υποφέρουμε για τους άλλους και μαζί με τους άλλους. Αυτό θα έκανε την συμμετοχή στην εμπειρία της Μεταμόρφωσης του Χριστού ένα ζήτημα συμμετοχής στο πάθος του Χριστού, στην κάθοδό Του στον Άδη, στον τόπο του θανάτου, και όχι ένα ζήτημα εφαρμογής μιας συγκεκριμένης τεχνικής.
Η φράση του αγίου Σιλουανού «κράτα τον νου σου στην κόλαση και μην απελπίζεσαι» δεν είναι απλώς μια μέθοδος, αλλά ο χριστολογικός λόγος ύπαρξης (raison d’ être) του ασκητισμού. Ο ασκητισμός εμπνέεται και δικαιώνεται από τη Χριστολογία και όχι από την ηθική. Δίχως την Χριστολογία όλος ο χριστιανικός ασκητισμός θα γινόταν μια μαζοχιστική εμπειρία δαιμονικού χαρακτήρα.
3. Η διδασκαλία της Εκκλησίας
Υπάρχει κάποια εκκλησιολογία στην διδασκαλία του αγίου Σιλουανού; η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα εξαρτάται από το τι περιμένουμε να βρούμε κάτω από τον όρο «εκκλησιολογία». Φυσικά δεν υπάρχει κάποια συστηματική διατριβή για την Εκκλησία και, ακόμη περισσότερο, δεν περιμένουμε να βρούμε κάτι τέτοιο σ' έναν ασκητικό πατέρα, όπως ο άγιος Σιλουανός. Παρ' όλα αυτά υπάρχουν στοιχεία στην σκέψη και στην διδασκαλία του που αναφέρονται άμεσα η έμμεσα στο θέμα της Εκκλησίας και σ' αυτά θα στρέψουμε τώρα την προσοχή μας.
Υπάρχει κατ' αρχάς μια ισχυρή έμφαση στην οικουμενικότητα της Εκκλησίας ή καλύτερα στην καθολικότητά της. Η Εκκλησία, στην σκέψη του αγίου Σιλουανού, δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια επέκταση της αγάπης του Κυρίου μας προς όλους, «για να σωθούν όλοι». Ο Αθωνίτης άγιος δεν είναι ικανοποιημένος από την προσωπική εμπειρία του για την αγάπη του Θεού προς αυτόν. Επιθυμεί, και το εκφράζει αυτό πολύ έντονα, να την δουν και να την γνωρίσουν και οι άλλοι. «Κύριε, δώσε το άγιό Σου Πνεύμα έτσι, ώστε οι πάντες να Σε γνωρίσουν εν αγίω Πνεύματι». «Κύριε, δώσε αυτήν την αγάπη Σου σ' ολόκληρο τον κόσμο». Ο άγιος Σιλουανός ζητά διαρκώς από τον Κύριο να αποκαλυφθεί σε όλους τους ανθρώπους. Γράφει για τον ασκητή του Κιέβου άγιο Παρθένιο, που επιθυμούσε να εισέλθει στο μυστήριο της μοναχικής ζωής, ότι η Θεοτόκος του είπε: «Αληθινός μοναχός είναι αυτός που μεσιτεύει για ολόκληρο τον κόσμο». Αυτό φέρνει την θεολογία του πολύ κοντά στη θεία Ευχαριστία, που είναι η πράξη της προσφοράς του Χριστού σε ολόκληρο τον κόσμο από την Εκκλησία.
Με αυτό σχετίζεται και το γεγονός ότι ο άγιος Σιλουανός τόνιζε πολύ την προσευχή για τους νεκρούς. Αυτό το θέμα είναι τόσο κεντρικό στην διδασκαλία του αγίου Σιλουανού, ώστε να είναι έτοιμος και να αντιτεθεί ακόμη στις απόψεις σημαντικών πνευματικών πατέρων, που εμφανώς υποστηρίζουν ότι δεν πρέπει να κλαίμε για τους νεκρούς αλλά μόνο για τον εαυτό μας. «Όταν σταμάτησα να κλαίω για τους νεκρούς - μας λέει - έχασα αυτόματα και τα δάκρυα για τον εαυτό μου». Σχολιάζει τις απόψεις του ασκητή που του λέει: «θα ήθελα, αν μπορούσα να βγάλω από τον Άδη όλους όσοι βρίσκονται εκεί και τότε μόνο θα εύρισκε η ψυχή μου ανάπαυση και αγαλλίαση» (σελ. 506).
Αυτό πάλι είναι ένα θέμα εκκλησιολογίας. Ο άγιος Σιλουανός αναφέρει πως ο ασκητής που είπε τα παραπάνω λόγια έκανε την ίδια στιγμή μια χειρονομία για να συλλέξει στάχυα για θερισμό. Είναι μια εικόνα που μας οδηγεί στην ευχαριστιακή εμπειρία. Το θέμα είναι ευχαριστιακό, με κάθε έννοια. Κατά την Ευχαριστία, η Εκκλησία όχι μόνο προσεύχεται ζωηρά για τους νεκρούς, και μάλιστα στο κεντρικότερο σημείο της Αναφοράς, αλλά και την αντιλαμβάνεται ως κοινωνία ζώντων και τεθνεώτων.
Πολλά έχουν γραφτεί για την επιμονή που δείχνει ο άγιος Σιλουανός στην αγάπη προς τους εχθρούς. Σημειώσαμε παραπάνω ότι αυτό αποτελεί για τον άγιο ένα βαθιά θεολογικό θέμα. Πρέπει τώρα να προσθέσουμε ότι ταυτόχρονα είναι ευχαριστιακό και εκκλησιολογικό. Για τον άγιο Σιλουανό, «αν θέλεις να φυλάξεις τη νοερά προσευχή, πρέπει να αγαπάς αυτούς που σε έχουν προσβάλλει και να προσεύχεσαι γι' αυτούς, μέχρις ότου η ψυχή σου βρει την ειρήνη· και τότε ο Θεός θα σου χαρίσει την ακατάπαυστη προσευχή, επειδή η χάρη της προσευχής δίδεται σ' αυτούς που προσεύχονται για τους εχθρούς τους» (σελ. 532). Η συγχώρηση των εχθρών μας είναι τόσο ουσιαστική για την συμμετοχή μας στην Ευχαριστία, ώστε ο Κύριός μας να την καθιστά συνθήκη αυτής της συμμετοχής· το ίδιο δε κάνουν και οι Πατέρες, όπως ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, στο υπόμνημά του για την Κυριακή Προσευχή, ο άγιος Αναστάσιος ο Σιναίτης κλπ. Όλες οι αμαρτίες μπορούν να συγχωρεθούν με την εξομολόγηση πριν από την θεία Μετάληψη, αλλά αν κάποιος δεν συμφιλιωθεί με τους εχθρούς του και φυλάει στην μνήμη του το κακό που του έκαναν, δεν επιτρέπεται η συμμετοχή του στην Ευχαριστία. Η αγάπη των εχθρών είναι τόσο κρίσιμη για την Ευχαριστία, ώστε ο άγιος Σιλουανός να επιμένει τόσο πάνω σ' αυτό.
Ένα άλλο ενδιαφέρον θέμα, που σχετίζεται με την εκκλησιολογία, είναι η άποψη που έχει ο άγιος Σιλουανός για την μοίρα των αιρετικών. Σε ιστορίες από την ζωή του, όπως τις έχει εκδώσει ο πατήρ Σωφρόνιος, αναφέρεται στην γνώμη κάποιου πατρός Κασσιανού, ο οποίος συνήθιζε να λέει ότι όλοι οι αιρετικοί θα χαθούν. Ο άγιος Σιλουανός παρουσιάζεται να έχει απαντήσει πάνω σ' αυτό: «Δεν το ξέρω αυτό, αλλά πιστεύω μόνο στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Σ' αυτήν βρίσκεται η χαρά της σωτηρίας με την χριστοειδή ταπείνωση». Αυτή η θέση είναι πάρα πολύ σημαντική. Διαφέρει ριζικά από το ζηλωτικό πνεύμα που χαρακτηρίζει πολλούς μοναχούς, ακόμη και στο ίδιο το Άγιον Όρος, και εκφράζει μια ορισμένη θεολογική θέση όσον αφορά το λεπτό θέμα των ορίων της Εκκλησίας, παρόμοια με αυτήν που παίρνουν οι σύγχρονοι ορθόδοξοι θεολόγοι, σύμφωνα με την οποία το μόνο πράγμα που μπορούμε, ως ορθόδοξοι, με σιγουριά να πούμε, σχετικά με αυτούς που βρίσκονται έξω από την Εκκλησία, είναι ότι είμαστε σίγουροι για τη σωτηρία που προσφέρεται μέσα στην Εκκλησία, αποφεύγοντας έτσι να καταδικάσουμε οποιονδήποτε άλλον και αφήνοντας τον Θεό να κρίνει τελικά τους πάντες, και μαζί μ' αυτούς κι εμάς.
Τελικά, αξίζει να δούμε τι σκέφτεται ο άγιος Σιλουανός για την ιεροσύνη και ειδικά για τους επισκόπους της Εκκλησίας. Τους βλέπει ως φορείς της χάριτος του Αγίου Πνεύματος και ικανούς «του δεσμείν και λύειν» αμαρτίες. Τους αποκαλεί ποιμένες, που έργο έχουν να συνάζουν τα διεσκορπισμένα πρόβατα για να τα θρέψουν πνευματικά. Είναι επίσης μεσίτες του λαού τους προς τον Θεό. Ο Κύριος τους αγαπά επειδή κι αυτοί αγαπούν τον λαό Του. Προτρέπει τους πάντες: «Ας κρατήσουμε, αδελφοί, την υπακοή στους ποιμένες μας και τότε θα έρθει η ειρήνη και το άγιο Πνεύμα θα μείνει μαζί μας». «Όποιος προσβάλλει ιερέα, καθυβρίζει το άγιο Πνεύμα που ζει μέσα του». «Τι να πούμε και για τους επισκόπους;» ερωτά. «Στους επισκόπους δόθηκε η μεγάλη χάρη του αγίου Πνεύματος· βρίσκονται πάνω απ' όλους και σαν αετοί ανεβαίνουν στα ύψη και από κει παρατηρούν το ατέλειωτο διάστημα και με θεολογική γνώση κυβερνούν τα ποίμνιά τους». Φαίνεται ότι ο άγιος Σιλουανός παρέμεινε ανεπηρέαστος από τις σύγχρονες ηθικιστικές στάσεις απέναντι στους ιερείς και τους επισκόπους. Γράφει λοιπόν: «Ίσως να αναρωτιέστε πως μπορεί ο τάδε επίσκοπος η ο δείνα πνευματικός πατέρας να έχει το άγιο Πνεύμα, αφού του αρέσει να τρώει και να έχει μάλιστα κι άλλες αδυναμίες; Θα σάς πω: Αυτό είναι δυνατό, αν δεν αποδέχεται τους κακούς λογισμούς. Λοιπόν, κι αν ακόμη έχει μια κάποια αδυναμία, αυτό δεν εμποδίζει την χάρη από του να ζει στην ψυχή του, όπως το ζωντανό δένδρο, κι αν ακόμη έχει κάποια ξερά κλαδιά, δεν το εμποδίζουν από του να φέρει καρπούς» (σελ. 439).
Σ' αυτό το ζήτημα ο άγιος Σιλουανός εκπροσωπεί μια τυπικά παραδοσιακή εκκλησιολογία, που χαρακτηρίζει μέχρι σήμερα όλους τους μοναχούς της ορθόδοξης Εκκλησίας, και που απορρέει από μια ευχαριστιακή εκκλησιολογία, που βρίσκεται πίσω από την σκέψη και την μοναχική ζωή του.
Αυτές είναι λίγες παρατηρήσεις πάνω στην θεολογία του αγίου Σιλουανού. Κατά κανέναν τρόπο δεν εξαντλούν την θεολογική σημασία της σκέψης του. Για να συμπληρωθεί η εικόνα πρέπει να προστεθούν κι άλλες πτυχές, όπως αυτές που σχετίζονται ειδικότερα με την ανθρωπολογία. Ωστόσο, ό, τι ειπώθηκε, μας επιτρέπει να εξαγάγουμε κάποια βασικά συμπεράσματα, ιδιαίτερα όσον αφορά την σχέση ανάμεσα στην θεολογία και την ασκητική ζωή.
Η θεολογία είναι ο «λόγος» περί Θεού. Αυτός ο «λόγος» μπορεί να εκφραστεί με λέξεις, το περιεχόμενο όμως των οποίων και η πηγή τους δεν βρίσκεται στην διάνοια. Επηρεάζουν όλη μας την ύπαρξη. Η ασκητική παράδοση του αγίου Σιλουανού δεν ανήκει στον τύπο ασκητικής του Ευαγρίου, που τονίζει την κάθαρση του νοός. Ανήκει μάλλον στην ασκητική παράδοση που παρέλαβε και ανέπτυξε ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής και σε άλλες που μας φέρνουν, μέσω του ησυχαστικού κινήματος και του αθωνικού μοναχισμού, στην εποχή μας. Αυτό που τονίζεται σ' αυτήν την παράδοση είναι η κάθαρση της καρδιάς, που λειτουργεί ως κέντρο υπακοής και αγάπης. Η αγάπη γίνεται, σ' αυτήν την παράδοση, μια γνωσιολογική κατηγορία: μέσω της αγάπης γνωρίζουμε και οι ίδιοι γνωριζόμαστε μέσω της αγάπης του Θεού. Αυτός ο ασκητισμός της αγάπης οδηγεί σε μια θεολογία που μπορεί να αποδοθεί με λογικές έννοιες, όπως σχέσεις, κοινωνία, πρόσωπο κλπ. Συνεπώς, αυτή η θεολογία δεν είναι ανορθολογική, αλλά είναι μια θεολογία η οποία παράγει έννοιες που σκοπεύουν στην απελευθέρωση της ανθρώπινης διάνοιας από τον (στεγνό) ορθολογισμό, δίνοντάς μας έτσι τη δυνατότητα να περιλάβουμε στον λόγο μας για τον Θεό όλη μας την ύπαρξη, όπως αυτή σχετίζεται με άλλες υπάρξεις και ειδικά με τον ίδιο τον Θεό, Αυτόν που κατ' εξοχήν υπάρχει, τον Όντα.
Αυτού του είδους η θεολογία της κάθαρσης της καρδιάς από την πηγή όλων των παθών, δηλαδή από την φιλαυτία, περνά από τον Σταυρό του Χριστού, ο οποίος, κενούμενος από κάθε φιλαυτία και ταυτιζόμενος με τους άλλους μέχρι θανάτου, μας οδηγεί στην αποκάλυψη της ύπαρξης του Θεού ως αγίας Τριάδος αγαπημένων προσώπων, και έτσι μας θεώνει χαρίζοντάς μας το Άγιο Πνεύμα ως χάρη του Θεού, καθώς γνωριζόμαστε απ' Αυτόν εν Χριστώ, δηλ. αγαπώντας Τον όπως Αυτός πρώτος μας αγάπησε. Όλα αυτά βιώνονται στην κοινωνία που το Πνεύμα δημιουργεί ως Σώμα Χριστού, ως Εκκλησία. Έτσι, ο ασκητισμός δεν είναι κάτι παράλληλο προς την Εκκλησία, αλλά σε τελευταία ανάλυση είναι ο τόπος όπου καλλιεργείται και εξασκείται η ουσία της Εκκλησίας ως κοινωνία και αγάπη, μέσα από την πάλη ενάντια στα πάθη που εμποδίζουν την κοινωνία και την αγάπη από του να απαρτίσουν την Εκκλησία.
Η ασκητική θεολογία του αγίου Σιλουανού κινείται από την Τριαδική θεολογία στη Χριστολογία, στην Πνευματολογία και στην Εκκλησιολογία. Είναι μια θεολογία που εύκολα μπορεί να μεταφραστεί σε Δογματική. Είναι δε ο κατάλληλος καιρός, οι θεολόγοι να χρησιμοποιήσουν δημιουργικά αυτές τις πηγές, όπως τις χρησιμοποιεί αυτός ο τύπος των ασκητικών θεολόγων, έτσι ώστε το δόγμα να ξαναβρεί την υπαρξιακή του σημασία και να πάψει να είναι μια νεκρή διατύπωση που επαναλαμβάνεται από τους ειδικούς.
Είθε οι ευχές του αγίου Σιλουανού να μας οδηγούν στον δρόμο της αληθινής θεολογίας, που δεν είναι τίποτε άλλο από θέα και γνώση του Θεού, της ευλογημένης Τριάδος, μέσα από την αγάπη που συνδέει τα τρία θεία Πρόσωπα σε μια αδιάσπαστη ενότητα κοινωνίας, η οποία μας φανερώνεται και μας αποκαλύπτεται στον σαρκωθέντα Υιό, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, και μέσα από την κοινωνία της αγάπης που δημιουργήθηκε στην καρδιά μας από το Άγιο Πνεύμα, έτσι ώστε να Τον γνωρίζουμε όπως ακριβώς είναι, αγαπώντας όλα όσα είναι δικά Του, τους συνανθρώπους μας και όλη την κτίση μέσω της κοινωνίας του Σώματος του Χριστού, δηλαδή μέσω της Εκκλησίας.
source: http://www.oodegr.com/oode/pateres1/silouanos/theolog_silouanou_1.htm
source: http://www.oodegr.com/oode/pateres1/silouanos/theolog_silouanou_1.htm
No comments:
Post a Comment