Friday, December 2, 2011

Ἔρως τῆς Ἐκκλησίας

Ν.Γ. Πεντζίκης

            Μια ξεχωριστή σωματική αίσθηση, εν Καβάλα προσφάτως, μ’ έκαμε να καταλάβω ότι αγαπώ την Εκκλησία. την Ελληνική Ορθόδοξο Εκκλησία του Χριστού.
            Την άλλη μέρα εξηγούσα σε φίλους, ότι η αισθηματική αυτή τοποθέτηση έλυε όλα τα προβλήματα, που μπορεί να ’χει ο άνθρωπος.
            Εκείνοι έδειξαν πως σεβόντουσαν τα αισθήματά μου σα μια από τις ιδιοτροπίες μου, αλλά δεν συμφώνησαν μαζί μου ότι η Εκκλησία χωράει τα πάντα. Ανάφεραν ότι, και σαν αρχιτεκτονικό κτίσμα και σαν ηθικός θεσμός, βρισκόταν σε παρακμή, στον τόπο μας σήμερα. Είπαν ότι ούτε μια όμορφη ή ιστορικά σημαντική εκκλησία υπάρχει, επί παραδείγματι στην πόλη τους, παρ’ όλο ότι αυτή, πρώτη σ’ όλη την Ευρώπη, υποδέχτηκε τον Μέγαν Απόστολο των Εθνών*.
            Εσυνέχισαν τέλος με σχόλια γύρω από τη μόρφωση και ηθική των σημερινών ιερωμένων. Μου θύμησαν τους φίλους και συγγενείς που πέσαν απάνω μου, σαν αγάπησα μια κοπέλλα, που κατά τη γνώμη τους δεν άξιζε.
            Συλλογίστηκα λοιπόν το θάρρος, έναντι σε κάθε συμβατική κοινωνική αξιολόγηση, του Προφήτη Αββακούμ, που παντρεύτηκε πόρνη και δεν επιχείρησα ν’ απαντήσω με λογικές, πιθανές, ορθές αντιρρήσεις. Το εναντίον, υπερθεμάτισα σε όσα έλεγαν. Μπορεί, ετόνισα, αυτό που συνήθως εννοούμε ως Εκκλησία, το κτίριο ή ο κοινωνικός θεσμός, οι πέτρες και η λάσπη ή ο κάθε ταλαίπωρος θνητός που την υπηρετεί, όχι μονάχα σήμερα, αλλά ουδέποτε να μην υπήρξαν αξιόλογα. Εν συνεχεία μάλιστα, προς επίρρωση των λεγομένων μου, επρόσθεσα και σχετικά ανέκδοτα από την Απόκρυφη ιστορία του Προκοπίου κι απ’ άλλους Βυζαντινούς Χρονογράφους. Το ζήτημα όμως εν τέλει, υπογράμμισα, δεν είναι να εξετάσουμε, αν εμείς οι άνθρωποι πράττουμε το καλό, παρά εάν είναι, ναι ή όχι από Θεού και κατά συγκατάβαση η Εκκλησία μας, εν Χριστώ δωρεά, όπως και η ύπαρξή μας, ασχέτως αν ημείς δια του παρόντος βίου την κατασπιλώνουμε.
            Συνήθως οι έννοιες που διατυπώνουμε, σαν τις εξισώσεις της άλγεβρας με τις πολλές πιθανές λύσεις, αποτελούν νεφέλωμα θετικών ή αρνητικών διαθέσεων και γι’ αυτό, επειδή στην έκφρασή μας δεν υπάρχουν συχνά σαφή όρια, η συζήτηση πέρνει άλλο δρόμο ή διακόπτεται. Έτσι συνέβη και με τους φίλους της Καβάλας. Η σωματική όμως αίσθηση που ανάφερα, περιχαρακώνοντας το σύνολο των διαθέσεων του εσωτερικού νεφελώματος, σαν κυτταρική μεμβράνη ανθεκτικότερη του πρωτοπλάσματος, αναγκάζει τη σκέψη μου να συνεχίζει στον ίδιο πάντα δρόμο τη συζήτηση. Το δρόμο που φέρει την επιγραφή του πλάστου Θεού και τέμνεται από την κάθετο της αμαρτίας του αυτεξουσίου πλάσματος.
            Ανθρώπινη ανάγκη είναι να μπαίνουν σ’ ένα δρόμο τα πράγματα. Φόβοι και δισταγμοί και μέχρι της στιγμής που γράφω αναστέλλουν κάθε σαφή τοποθέτηση. Ακούω μια φωνή, που προσπαθεί να με πείσει, ότι τοποθετούμενος θα πάψω να υφίσταμαι, θα κονιορτοποιηθώ τελείως. Χρόνια τώρα σφυρηλατήθηκα απ’ αυτή την αίσθηση της κονιορτοποιήσεως. Πιθανόν να είναι συγγενής στον άνθρωπο. Πάντως, όταν το καλοκαίρι του 1933 πρωτοπήγα στο Άγιον Όρος, διατηρούσα εισέτι πολλές βεβαιότητες δια το συμπαγές σχήμα του εγώ. Εξαιτίας αυτού θυμάμαι έκλεισα αμέσως τον Συναξαριστή, που είχα πάρει να διαβάσω, χαρακτηρίζοντας τα γραφόμενα ως μωρολογίες, όταν συνάντησα τη φράση, πως ένας Άγιος από βρέφος έδειχνε ότι θα γινόταν ευσεβής, αποποιούμενος το μαστό της μητέρας του και νηστεύοντας κάθε Τετάρτη και Παρασκευή.
            Αλλά ήδη από το 1937, δεν εκφραζόμουν πια κατά τον ίδιον τρόπο. Διέβλεπα στην παραπάνω φράση και σε άλλες ανάλογες μια αλήθεια, που, μη ξέροντας πως να την αποδείξω, γινόμουνα πεισματάρης, νιώθοντας, παράλληλα προς το πείσμα μου και ίσως εξαιτίας αυτού, μια μεγάλη ντροπή, που δε μπορούσα λογικά να κυριαρχώ των συζητητών, αλλά το εναντίον, διαρκώς ηττώμην. Η συνεχής ήττα αντίκρυ στους υποστηρίζοντας σαφώς και με λογική τα περί κόσμου, μόνο και μόνο για να διατηρήσω το παράλογο που μεσα μου ένιωθα να μεγαλώνει, αποτελώντας όλη μου τη χαρά και τη ζωή, την ώρα που, μετά από μια συναισθηματική κρίση, διατεινόμουν δίχως κανείς να με πιστεύει, πως ήμουν ένας πεθαμένος άνθρωπος, με πλησίαζε ολοένα εγγύτερα προς τους τρελλούς, που βλέπουμε να καταφεύγουν, ξένοι προς τον τριγύρω κόσμο, στο πλήθος των ναών και παρεκκλησίων, που κοσμούν την ελληνική γη.
            Ενώ είχα αρχίσει να περιηγούμαι, μάλλον σαν τουρίστας, τα μνημεία, που άφησε η ορθόδοξος χριστιανική πίστη, των αειμνήστων βυζαντινών μας πατέρων, συν τω χρόνω διαφοροποιούμουνα. Αρχιτεκτονική, ζωγραφικός διάκοσμος των ναών, ποίηση και μουσική των εν αυτοίς τελουμένων, χωρίς τη σοβαρότητα της αντικειμενικής επιστημονικής ερεύνης, που θα μπορούσε να με ξεκουράσει με τον τίτλο του βυζαντινολόγου, χωρίς την τάξη του πιστού εκ παραδόσεως, που λυτρώνεται παρακολουθώντας τακτικά τη λειτουργία, ενούμενα με τον πυρήνα του παράλογου εντός μου, σιγά σιγά άρχισαν να μου επιτρέπουν την επικοινωνία μ’ έναν άλλο κόσμο. Παρ’ όλο που ο φόβος, μήπως χαρακτηρισθώ ως εξοφλημένο από τη ζωή γραΐδιον ή σωστά τρελός, από τους συνοδεύοντας την εκφορά των κεκοιμημένων, δεν μου επέτρεπε τον κόσμο αυτό τον νέον, να τον ομολογήσω σαν βεβαίωση της ενταύθα ζωής, δια της οποίας και πάλιν αυτός βεβαιούται. Πέρα όμως από κάθε φόβο, μ’ ενθουσίαζε στην Εκκλησία η καταξίωση του παράλογου. Ένιωθα με ικανοποίηση ότι, εις τους κόλπους της, ο καθένας μπορούσε να ’χει τη θέση του και μάλιστα ανεξάρτητα προς το υπ’ αυτού εκτελούμενον έργο και μόνον εκ της προαιρέσεώς του.
            Εγκωμιάζοντας την Παναγία, που, ενώ ήτο θνητή σαν και μας, ως Παρθένος, ασπόρως ηξιώθη, με τη χάρη του Αγίου Πνεύματος, σε χρόνο ιστορικό να γεννήσει ανάμεσά μας τον Θεό Υιό, που πάλι αυτός, όταν η Μητέρα εκοιμήθη, παράλαβε στην αγκαλιά του το πνεύμα της. Γεθσημανί τω χωρίω, ο κατ’ εξοχήν υμνητής αυτής, στον Κανόνα του λέγει:
«Στέργειν μεν ημάς, ως ακίνδυνον φόβω
‘Ράον σιωπήν. Το πόθω δε, Παρθένε,
Ύμνους υφαίνειν συντόνως τεθηγμένους,
Εργώδες εστίν. Αλλά και, μήτερ, σθένος,
Όση πέφυκεν η προαίρεσις δίδου»*.
            Ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης διηγείται έθιμον υλικής ενισχύσεως μέσα στην Εκκλησία, κατά την παραμονή των Χριστουγέννων, του συνήθως νεαρού αναγνώστου του ανωτέρω ποιήματος του αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού.
            Πρέπει να ομολογήσω, ότι πτωχός στο πνεύμα, πολλαπλώς δια της Εκκλησίας ενισχύθην. Εκ της μελέτης των μνημείων της θρησκευτικής μας παραδόσεως, εξήγαγα συμπεράσματα περί του συμμετρικώς ασυμμέτρου, περί του ότι ορθότερον γεωμετρικώς είναι το πρακτικώς μη ακριβώς τετράγωνον, περί της εννοίας του ρυθμού σαν βασικού ερμηνευτικού στοιχείου του κόσμου και της ανθρωπίνης ζωής, περί της σημασίας της εκλογής όσον γίνεται μικρότερης μονάδος, για να είναι το σύνολο δίκαιο, περί των ορίων του προσωπικού και του ότι τούτο μπορεί ενίοτε να εκφρασθεί καλύτερα δια της αντιγραφής, ότι το ωραίο, όταν υπάρχει προς τούτο συγκίνηση, μπορεί να κομματιαστεί και να μεταφερθεί έξω από την ενότητα που το γέννησε, σε άλλη και άλλη, μέχρι που να μπορεί έως σήμερα να περιβληθεί την μυθική αλουργίδα των επών του Ομήρου και, ενδεδυμένος τα παλαιά, να παρουσιάζεται συγχρονισμένος, προς τις πιο επίκαιρες φιλοσοφικές απόψεις. Έφτασα έτσι να δικαιώσω τα λόγια της μητέρας της μητέρας μου, όταν μωρό παιδί μ’ άλλαζε εσώρουχα: «αλλάζει ο Χριστός κι η Παναγιά και τ’ αποφόρια τα φορεί ο εγγονός μου».
            Ξεφυλλίζοντας την Ιερά Σύνοψη, μπορούμε ν’ αναγνώσουμε, σε ήχο γ’, το έξοχο αυτόμελο εξαποστειλάριο: «Τον νυμφωνά σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον και ένδυμα ουκ έχω, ίνα εισέλθω εν αυτώ. λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής, Φωτοδότα και σωσόν με». Εάν ήθελα με ενδύματα δικά μου να ’μπω στην Εκκλησία, να προσκυνήσω τον ιερό της σωτηρίας νυμφώνα, όπου ο Θεός Αίμα και Σάρκα προσφέρεται, δια της θαυμαστής μετουσιώσεως του άρτου και του οίνου, ασφαλώς, εμποδίζοντάς με, θα ’κλειναν οι πόρτες, όπως μπροστά στην οσία Μαρία την Αιγυπτία, που μόνο αφού μετεβλήθη, σκορπίζοντας σε σύννεφο φωτός το πάγιο σχήμα του εγώ, αξιώθηκε της θείας μεταλήψεως. Τι συμβαίνει στην Έρημο; Τι γυρεύει εκεί πέρα ο άνθρωπος μόνος; Πως αποπλυνόμεθα των αμαρτιών μας; Θυμούμαι τι μας είχε πει η Μυγδαλιά η υπηρέτρια, απόνα χωριό της Χαλκιδικής, που ’χαμε σπίτι σαν είμασταν παιδιά. Μας είχε δει, που, αδιαφορώντας για το που έπεφταν και χανόντουσαν εδώ και κει, κόβαμε τα νύχια των χεριών και των ποδιών. Είπε λοιπόν, ότι δεν κάναμε καλά και αυτό ήταν αμαρτία, να σκορπάμε τα μέρη του σώματός μας, γιατί στην Κρίση ενώπιον του Θεού, θα πρέπει να παρουσιαστούμε ολόκληροι, αλλιώς θα μας ρίξει, για ένα ατελείωτο πλήθος ετών, στο άναρχο κοσμικό χάος, που ’ναι η Κόλαση, να ψάχνουμε ό,τι αυθαιρέτως απομακρύναμε από το άπαξ γεννηθέν και συνεχώς αναπτυσσόμενο είναι μας. Και πρόσθεσε ότι έπρεπε να μαζεύουμε τ’ αποκοπτόμενα και να τα ρίχνουμε μέσα στον κόρφο μας, κάνοντας ταυτόχρονα το σημείο του Σταυρού.
            Στη σύγχρονή μας τέχνη, εύκολα μπορεί κανείς να ξεχωρίσει, ως χαρακτηριστικό, μιαν άοκνη, όσο και βαθιά πρωτόγονη, προσπάθεια περισυλλογής των μνημονίων του ψυχικού μας είναι, σάμπως η ανθρωπότητα ολόκληρη να ’χει χάσει παντελώς το ένδυμα της ψυχής, αφήνοντας σκόρπια ξεσκλήδια στ’ αγκάθια των καθημερινών πειρασμών, που συνεπάγεται η ατομική του εγώ επιβίωση. «Δεν έχω», λοιπόν, «ένδυμα ίνα εισέλθω», κραυγάζει ο καθείς.
            Σε μια απέλπιδα στιγμή της προσπάθειάς μου για αυτοπερισυλλογή, το 1945, μονάχος έν’ απόγεμα, μπήκα στην Εκκλησία του συνοικισμού Νέας Ιωνίας Αθηνών. Αργότερα, πολλές φορές συσχέτισα την είσοδό μου εκείνη, εντός του ιδρύματος, της εκ θείας αποκαλύψεως θρησκευτικής παραδόσεως, με την προσευχή του Κολοκοτρώνη*, όταν έμεινε έρημονς, πριν βγει στα βουνά και κράξει τους σκόρπιους από το φόβο των Τούρκων Έλληνες, στην Εκκλησία του Χρυσοβιτσιού, ενισχυόμενος από το μεγάλο του ήρωος παράδειγμα. Μέσα ο ναός ήταν ακόμη ασυμπλήρωτος και ως μόνο πλήρωμα στεκόντουσαν κι άκουγαν, τον κρυμμένο μέσα στο ιερό παπά, μια μαυροφορεμένη γριά, ένας τρελός και εγώ. Τότε λοιπόν, παρά τις ελλιπείς μου γνώσεις στα θρησκευτικά και θεολογικά, καθώς προσπαθούσα να βάλω τους σκόρπιους λογισμούς μου σε κάποια τάξη, αντιλήφθηκα ότι πολύ σωστά θα μπορούσαν να διακοσμηθούν οι τοίχοι του άδειου ναού, με την απλή καταγραφή, από πάνω έως κάτω, όπως στα χαρτάκια που δίνουμε στον παπά για να τα διαβάσει, των ονομάτων όλων των προσφιλών μας νεκρών.
            Η ανωτέρω αντίληψη μου κατέστησε σαφές (εφ’ όσον δια την αναγραφή των ονομάτων των νεκρών ενεργεί άλλη χειρ από την δική τους), ότι η συγκρότηση της ενότητος των λογισμών μας δεν επιτυγχάνεται δια μόνου του εαυτού μας. Χωρεί λοιπόν ένα είδος παραιτήσεως και επιβάλλεται να πεις, το εγώ μου είν’ ένας άλλος.
            Άλλος ο Χριστός και η Αγία αυτού Εκκλησία, όπου συνεχίζει υπάρχων. Άλλος ο πλησίον μας άνθρωπος που εν Χριστώ, μέσα στην Εκκλησία, παντρευόμαστε. Άλλος! Εκείνη γυναίκα και αυτός άνδρας. Και όμως τον αγαπώ ως εαυτόν μου. Άλλος υπήρξε ο ανάδοχός μου που μ’ έντυσε τη στολή της πίστεως, όταν βαπτίστηκα εν Χριστώ μωρό παιδί και δεν καταλάβαινα. Τόσοι άλλοι είμαι εγώ. Η Εκκλησία είναι το σώμα μου. Το αισθάνθηκα στην Καβάλα προσφάτως και το διακηρύσσω. Αγαπώ την Ορθόδοξο Ελληνική Εκκλησία του Χριστού. Εντός αυτής, επαναλαμβάνοντας τα νεκρώσιμα ευλογητάρια και τα ιδιόμελα του μοναχού Ιωάννου του Δαμασκηνού, κατανοώ πως ο χορός των Αγίων εύρε την πηγήν ζωής και θύραν παραδείσου, εν τω Φωτί του προσώπου και τω γλυκασμώ της ωραιότητος του Χριστού, της αρρήτου δόξης του οποίου είμαστε εικών, παρά τα στίγματα των πταισμάτων που σηκώνουμε. Μέσα στον κοινό χώρο της Εκκλησίας, η εικών λαμβάνει ζωή. Τα άνευ ουδενός περιεχομένου γεγυμνωμένα οστά του πατέρα μου, που ξεθάψαμε κατά την ανακομιδή, εν Χριστώ ενδύονται φως ζωής. Ζουν οι προσφιλείς υπάρξεις, που καμιά λογική ανάλυση και ψυχολογία δεν μπορεί να τις αναστήσει. «Αδελφοί, ου θέλω υμάς αγνοείν περί των κεκοιμημένων, ίνα μη λυπήσθε καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα».

No comments:

Post a Comment