ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Τὸν τριῶν ὡρῶν δρόμον ἀπὸ τὴν πολίχνην εἰς τὸ ἐξωκκλήσιον εἶχε διανύσει τὸ πρωί, ἀπολείτουργα, ὁ παπα-Διανέλος, ἀκολουθούμενος ἀπὸ τὰς δύο νεωτέρας θυγατέρας του, κορασίδας δέκα καὶ δώδεκα ἐτῶν, καὶ ἀπὸ ὁμάδα ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ γυναικῶν φιλεόρτων, προπορευομένου τοῦ ὄνου του, φορτωμένου τὸ δισάκκιον μὲ τὰ ἱερὰ τοῦ παπᾶ. Ὁ ἥλιος ἦτον ὣς δύο καλαμιὲς ὑψηλά, ὅταν ἐξῆλθον εἰς τοῦ Γιατροῦ τ᾽ Ἀμπέλι, εἶτα ἔφθασαν εἰς τὰ Βουρλίδια, εἶτα ἀνῆλθον ἀσθμαίνοντες εἰς τοῦ Ματαρώνα τὸν Πεῦκον, ὅστις ἵστατο τότε ἀκόμη ἐκεῖ καὶ εὐηργέτει τοὺς ὁδοιπόρους μὲ τὴν παρήγορον σκιάν του εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ ὑψώματος, πρὶν ἀσυνείδητος βάρβαρος, τῇ ἀνοχῇ ἢ τῇ ἐνοχῇ ἐκείνων τοὺς ὁποίους ὁ πλέον ἄτυχος τῶν λαῶν τοῦ κόσμου, ἐκ περιτροπῆς ἐκλέγει ἄρχοντας καὶ προστάτας του, ρίψῃ ἀσπλάγχνως κάτω τὸ περικαλλὲς δένδρον καὶ ἀπογυμνώσῃ τὸ τοπίον τοῦ μοναδικοῦ στολισμοῦ του.
Ἐκεῖθεν ἀνῆλθον εἰς τὸ Πετράλωνον καὶ εἰς τοῦ Σταμέλου τὴν Βρυσούλαν, καὶ ἀνέβησαν δι᾽ ἀνωφεροῦς ὁδοῦ εἰς τοῦ Κανάκη τὴν Βρύσιν καὶ διὰ τῆς Κλινιᾶς κατῆλθον εἰς τοῦ Χαιρημονᾶ τὸ ρέμα, καὶ ἔφθασαν εἰς τὴν βόρειον ἀκτὴν τῆς νήσου, ἐφ᾽ ὕψους τῆς ὁποίας, περίοπτος ἐκ τοῦ πελάγους, ἀκούων τοὺς κτύπους τοῦ πλήττοντος τὰς ἀκτὰς κύματος, σιωπηλὸς καὶ διηγούμενος πέντε αἰώνων σπαρακτικὴν ἱστορίαν μαρτυρίου καὶ αἵματος, ἐγείρεται πενιχρὸς ἀλλὰ σεμνὸς τῆς Ἀποτομῆς τοῦ τιμίου Προδρόμου ὁ ἱερὸς ναΐσκος.
Εἰσῆλθον εἰς τὸν περίβολον τοῦ ναοῦ καὶ ἐξεφόρτωσαν τὸ ὀνάριον. Αἱ γυναῖκες ροδοκόκκιναι, ἐξαναμμέναι ἐκ τῆς ὁδοιπορίας, ἀενάως κελαδοῦσαι καὶ καγχάζουσαι, ἐτίναξαν τὰ οὐδόλως κορνιακτισμένα κράσπεδά των, καὶ ἐφόρεσαν ἐπὶ τοῦ κοντοῦ φουστανίου τῆς ὁδοιπορίας τὰς μακρὰς καὶ πολυπτύχους ἐσθῆτας. Ὁ παπὰς ἔρριψε κάτω τὴν μίαν ἄκραν τοῦ στακτεροῦ ζωστικοῦ του, κ᾽ ἐφόρεσεν ἄνωθεν αὐτοῦ τὸ μαῦρον ράσον του. Εἰσῆλθον ὅλοι εἰς τὸν ναὸν κ᾽ ἐπροσκύνησαν.
Ἐκ τῶν γυναικῶν, αἱ μὲν συνέλεξαν χαμόκλαδα καὶ ἤναψαν φωτιάν, διὰ νὰ ψήσωσι καφὲν καὶ προσφέρωσιν εἰς τὸν ἱερέα, αἱ δὲ ἔδρεψαν ἐκ τῶν εὐωδῶν θάμνων δέσμας σχοίνων καὶ πριναρίων καὶ φασκομηλεῶν, καὶ συνέδεσαν προχείρως διὰ κλωστῆς σκούπας, καὶ ἤρχισαν γοργὰ καὶ στρωτὰ νὰ σκουπίζωσιν ἄλλαι τὸ ἔδαφος τοῦ ναοῦ, ἄλλαι τὸ προαύλιον· ὁ ἱερεὺς ἀπετέλεσε σκούπαν ἐκ δάφνης καὶ μύρτου καὶ δενδρολιβάνου, καὶ ἐσάρωσε μόνος του τὸ Θυσιαστήριον, καὶ ὅλον τὸ ἱερὸν Βῆμα. Δὲν ἔπαυε δὲ νὰ γογγύζῃ καὶ νὰ διαμαρτύρηται ἐναντίον τῆς ἀβελτηρίας, ὡς ἔλεγε, τῶν βοσκῶν καὶ τῶν αἰπόλων, αὐτῶν ἐκείνων οἵτινες τὸν εἶχον προσκαλέσει νὰ τοὺς κάμῃ Ἀνάστασιν εἰς τὸ βουνόν, καὶ ἐκ τῶν ὁποίων κανεὶς δὲν εἶχε φανῆ ἀκόμη· αὐτοὶ προέβαινον ἐνίοτε μέχρι τῆς βεβηλώσεως τοῦ νὰ εἰσάγωσιν, ἴσως ἐν καιρῷ βροχῆς, τὰ θρέμματά των ἐντὸς τῶν ἐξωκκλησίων, ὡς ἠδύνατο νὰ πεισθῇ τις ἐκ τῆς παρουσίας διαφόρων ἰχνῶν τῆς εἰσβολῆς, τὰ ὁποῖα οὐδ᾽ εἶχον λάβει τὸν κόπον νὰ ἐξαλείψωσιν. Ἔνδοθεν τοῦ ἱεροῦ Βήματος, ἐνῷ ἔκυπτε διὰ νὰ σκουπίσῃ, ἠκούετο ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν ψιθυρίζων μετὰ στεναγμοῦ:
― Ἄχ! ἀλλοίμονο… «Ἀνθρώπους καὶ κτήνη σώσεις, Κύριε!»
― Δὲν τσάκισε κανεὶς τὸ ποδαράκι του! ἔκραξεν ἀπαντῶσα ἔξωθεν εἰς τὸν στεναγμὸν τοῦ ἱερέως ἡ θεια-Σειραϊνώ, ἡ ἀληθὴς σημαιοφόρος τῶν ἐξοχικῶν λειτουργιῶν καὶ τῶν πανηγυρίων.
― «Ἀνθρώπους καὶ κτήνη!», ἐψιθύρισε πάλιν ὁ ἱερεύς.
Εἶχε παρέλθει ἤδη ἡ μεσημβρία, καὶ ὁ ἱερεὺς μετὰ τοῦ μικροῦ ποιμνίου ἐκάθησαν νὰ γευματίσωσιν ὑπὸ τὴν ἱερὰν ἐλαίαν, ἐν τῷ περιβόλῳ τοῦ ναΐσκου, ἐγγὺς τοῦ παμπαλαίου ἐκείνου λιθοκτίστου κιβουρίου, τὸ ὁποῖον κατ᾽ ἄλλους ἦτο στέρνα ὕδατος καὶ κατ᾽ ἄλλους κοιμητήριον ἢ ὀστεοθήκη. Ἡ θειὰ τὸ Μαθηνώ, γηραιὰ εὐλαβὴς κατὰ τοὺς μέν, ψευτομετάνισσα κατὰ τοὺς δέ, ἐνάρετος γυνή, ἀποβλέψασα πρὸς τὸ κτίριον τοῦτο μετὰ στεναγμοῦ εἶπεν:
―Ἡμεῖς τρῶμε, κορίτσια· νὰ ἔχουν τάχα κ᾽ οἱ φτωχοί, νὰ φᾶνε!
― Τρῶν οἱ πεθαμένοι, θεια-Μαθηνώ; εἶπε τὸ Ἀγλαώ, ἡ δωδεκαέτις παιδίσκη τοῦ ἱερέως.
― Οἱ πεθαμένοι τρῶνε κόλλυβα, ἐγὼ τὸ ξέρω, προσέθηκε τὸ Καλλιοπώ, ἡ δεκαέτις μικρὰ ἀδελφή της· καὶ γι᾽ αὐτό, ἡμεῖς στὸ σπίτι ὅσα κόλλυβα μᾶς φέρουνε, ὅλα τὰ μοιράζουμε στοὺς φτωχοὺς καὶ στὰ παιδιὰ τὰ γειτονόπουλα, γιὰ νὰ ἔχῃ ἡ μάννα μας, ἡ φτωχή, νὰ φάῃ στὸν ἄλλον κόσμο…
― Σιωπή, Καλλιοπώ! εἶπεν ὁ ἱερεύς, θέλων νὰ κρύψῃ τὴν συγκίνησίν του.
Πρὸ δώδεκα καὶ πλέον ἐτῶν ὁ παπα-Διανέλος ἔσχε φίλον τινὰ ἑλληνοδιδάσκαλον, χρηστὸν ἄνδρα, ἀλλ᾽ ὅστις εἶχε ἀδυναμίαν εἰς τὰ ἑλληνικὰ ὀνόματα. Εἶχε γίνει σύντεκνος τοῦ ἱερέως, καὶ βαπτίσας τὰς δύο τελευταίας κόρας του εἶχε δώσει αὐταῖς ἀρχαιοπρεπῆ ὀνόματα, τὰ ὁποῖα ὅμως, ἐπειδὴ εὑρέθησαν ἐπὶ οὐδετέρου ἐδάφους, ἐξουδετερώθησαν, ὡς εἰκός, καὶ αὐτά.
― Τί! ἔχει δίκιο τὸ κορίτσι, παπά· ἀνέκραξεν ἡ θειὰ τὸ Μαθηνώ, ἥτις ἐνθυμήθη τότε τὰ «πεθαμένα της», τέσσαρα παιδιὰ καὶ τὸν ἄνδρα της, ὁποὺ εἶχε θάψει, μείνασα μὲ δύο θυγατέρας, ὑπάνδρους, τὰς ὁποίας εἶχε στήριγμα ἀκόμη εἰς τὸν κόσμον· ἔχει δίκιο τὸ κορίτσι. Ὁ παπα-Θεόφιλος, ὁ μακαρίτης ἡγούμενος τῆς Μεγαλόχαρης τῆς Εὐαγγελίστρας, τὸ ἴδιο μᾶς ἔλεγε, γιὰ ἕναν ποὺ τὸν εἶχε πλακώσει ὁ μάγγανος, ποὺ τὸν εἶχαν ὅλοι γιὰ πεθαμένον, ποὺ ἡ γυναίκα του τοῦ ἔκαμε τὰ τρίμερα καὶ τὰ νιάμερα, καὶ Ἄγγελος Κυρίου ἔπαιρνε τὸ πιάτο μὲ τὰ κόλλυβα, καθὼς ἦταν σταυρωμένο μὲ τὶς σταφίδες καὶ μὲ τὰ ρόιδα καὶ τὸ πήγαινε εἰς τὸν πλακωμένον κ᾽ ἔτρωγε, δὲν ξέρω πόσες μέρες, κι ἀνάσαινε ἀπὸ μιὰ τρύπα τῆς γῆς, θαρρῶ, ὣς ποὺ ὁ ἄνθρωπος δὲν ἀπέθανεν, κ᾽ ἐσήκωσεν τὸ μάγγανο, καὶ τὸν ξελευθέρωσεν, δὲν εἶν᾽ ἀλήθεια αὐτά, παπά;
― Ἀλήθεια εἶναι, βλοημένη, ἀπήντησεν ὁ ἱερεύς· ἀλλὰ τώρα εἶναι… γιὰ ὅσους θέλουν νὰ τὰ πιστεύσουν.
― Κι ὅσοι δὲν τὰ πιστεύουν;
― Θὰ πᾶνε στὴν Κόλαση, τὸ ξέρω ἐγώ, εἶπε τὸ Καλλιοπώ.
― Μὰ σὰν εἶν᾽ ἀλήθεια, παπά, γιατί ὁ Ἄγγελος Κυρίου δὲ σήκωνε μιὰ καὶ καλὴ τὸ μάγγανο νὰ ξελευθερώσῃ τὸν ἄνθρωπο; εἶπεν ἡ Ἀννούδα, μία τῶν γυναικῶν.
― Γιατὶ ὁ σκοπὸς δὲν ἦτον νὰ δειχθῇ ἡ παντοδυναμία τοῦ Θεοῦ, ὁποὺ εἶναι ἀποδειγμένη δι᾽ ἀπείρων θαυμάτων, ἀπήντησεν ὁ ἱερεύς, ἀλλὰ νὰ φανερωθῇ μόνον ἡ δύναμις τῶν μνημοσύνων καὶ τῶν διὰ τοὺς νεκροὺς προσφορῶν, καὶ ὅτι τίποτε τὸ ὁποῖον θυσιάζει ὁ ἄνθρωπος, τίποτε τὸ ὁποῖον προσφέρει εἰς τὸν Θεόν, εἰς τοὺς πτωχούς, καμμία καλὴ πρᾶξις, καμμία ἀρετή, καμμία ὑπομονή, κανὲν μαρτύριον, κανὲν δάκρυ, τίποτε δὲν χάνεται. Ὅλα σπείρονται εἰς γῆν ἀγαθήν, ὡς ὁ κόκκος τοῦ σίτου, εἶπεν ὁ Κύριος, ὅπου ἐὰν πέσῃ εἰς τὴν γῆν καὶ ἀποθάνῃ (καὶ τοιαῦτα εἶναι τὰ κόλλυβα, τοιοῦτοι καὶ οἱ νεκροί), πολὺν καρπὸν φέρει. «Οἱ σπείροντες ἐν δάκρυσιν, ἐν ἀγαλλιάσει θεριοῦσι.» Κεῖνοι ποὺ σπείρουν μὲ δάκρυα, μὲ χαρὰν καὶ ἀγαλλίασιν θὰ θερίσουν.
― Τὸ λέγει αὐτὸ τὸ Εὐαγγέλιον;
― Τὸ λέγει τὸ Ψαλτήρι, ἀλλὰ τὸ ἴδιο εἶναι, γιατὶ καὶ τὸ Ψαλτήρι εἶναι λόγος Θεοῦ, καὶ ἐμπνευσμένον ἀπὸ τὸ Πνεῦμα τὸ Ἅγιον. Καὶ ὅταν θάπτωμεν νεκρὸν ἐν Χριστῷ εὐσεβῶς ζήσαντα, εἶναι ὡς νὰ σπείρωμεν εἰς τὴν γῆν κόκκον σίτου… καὶ ὁ Κύριος θὰ τὸν ἀναστήσῃ ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ, καθὼς ὁ ἴδιος ηὐδόκησε νὰ μᾶς τὸ ὑποσχεθῇ.
«Ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ ζήσεται… κἀγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ.»
― Ἀμήν! εἶπεν ἡ θειὰ τὸ Μαθηνώ, καὶ τὰ δάκρυά της, ἐπὶ τῇ μνήμῃ τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῶν τεσσάρων παιδίων, ταχέως ἐξητμίσθησαν, ὡς σταγόνες ὄμβρου μετὰ θερινὸν ὑετόν, ἐντὸς τῆς κοίτης πάλαι ξηρανθέντος χειμάρρου.
Ἀλλ᾽ ὁ ἥρως τοῦ παρόντος διηγήματος εἶναι ὁ κὺρ Κωνσταντὸς ὁ Ζ᾽μαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος τοῦ δήμου Λίτης, τοῦ χωρίου Ἀν…, ὅστις ὑπεσχέθη, ὡς εἶχε πάντοτε συνήθειαν εὐκόλως νὰ ὑπόσχεται (εἰς τὴν ἀρετὴν δὲ ταύτην ἴσως ὤφειλε καὶ τὴν ἐπιτυχίαν του εἰς τὰ πολιτικά· διότι ἐνῷ ὁ α΄ καὶ ὁ β΄ πάρεδρος εἰς πᾶσαν ἐκλογήν, ἐμάχοντο πάντοτε περὶ τῆς πρώτης τάξεως πρὸς ἀλλήλους, αὐτός, μετριόφρων καὶ χωρὶς κεράσματα, ἐξελέγετο ἀσφαλῶς τρίτος ἑκάστοτε, μὴ ὑπάρχοντος τετάρτου συναγωνιστοῦ), ὑπεσχέθη, λέγω, νὰ ὑπάγῃ νὰ συλλειτουργήσῃ τὸν παπα-Διανέλον τὸν Πρωτέκδικον, ἔξω, εἰς τὸ παρεκκλήσιον τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου. Ὁ ναΐσκος εὑρίσκετο τρεῖς ὥρας μακρὰν τῆς πόλεως, καὶ ὁ παπα-Διανέλος ὁ Πρωτέκδικος εἶχεν ἀπέλθει ἐκεῖ ἀπὸ τῆς πρωίας τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ἀφοῦ ἔλαβε τὴν ὑπόσχεσιν τοῦ κὺρ Κωνσταντοῦ ὅτι θὰ ἔφθανε πρὸς τὸ βράδυ διὰ νὰ ψάλῃ καὶ συνεορτάσωσιν ὁμοῦ τὴν Ἀνάστασιν. Ἄλλον βοηθὸν ὁ παπὰς δὲν εἶχεν· ὁ νεώτερος υἱός του ἑτοιμαζόμενος ἐφέτος δι᾽ ἐξετάσεις εἰς τὸ Διδασκαλεῖον, δὲν ἠδυνήθη νὰ ἔλθῃ τὸ Πάσχα· ὁ ἄλλος ἔλειπε διαρκῶς ναύτης μὲ τὰ καράβια του. Θυγατέρας, τὸ ἄφθονον τοῦτο προϊὸν τοῦ τόπου ―καὶ τῆς ἱερατικῆς ἐγγάμου τάξεως μάλιστα― τοῦ εἶχεν ἀφήσει πλησμονὴν ἡ μακαρίτισσα ἡ πρεσβυτέρα, πέντε τὸν ἀριθμόν, ἂς εἶχαν ζωήν, ὁποὺ δὲν ἔπαυαν ἀενάως νὰ μεγαλώνουν, νὰ μὴν ἀβασκαθοῦν· ἦσαν τόσον γείτονες τὴν ἡλικίαν, ὥστε δὲν ἐπρόφθανε νὰ μεγαλώσῃ ἡ μία, καὶ ἡ ἄλλη ἀμέσως τὴν ἔφθανεν· ὅσον ἐμεγάλωναν τόσον ἐφαίνοντο, καὶ μάλιστα αἱ μεσαῖαι τρεῖς, ἴσαι περίπου εἰς τὰ χρόνια, ἴσαι καὶ εἰς τὸ ἀνάστημα· καὶ ὁ παπα-Διανέλος, ἀκούσιος ἱερομόναχος, δὲν ἦτο ἐλεύθερος οὔτε εἰς μοναστήριον νὰ καταφύγῃ.
No comments:
Post a Comment