ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Ἀφοῦ ἔφερε γῦρο ὅλην τὴν ἡμέραν τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ὁ κὺρ Κωνσταντὸς ὁ Ζ᾽μαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος κτλ., ἐπὶ τέλους, ὣς δύο ὥρας πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου, ἀπεφάσισε νὰ ἐξέλθῃ εἰς τὰ Λιβάδια, ἔξω τῆς πόλεως, ὅπου εἶχε δεμένον τὸ ὀνάριόν του, διὰ νὰ τὸ λύσῃ, ὅπως φορτώσῃ ἐπ᾽ αὐτοῦ τὴν μικρὰν ἀποσκευήν του, καὶ ἐκκινήσῃ διὰ τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τὸν Πρόδρομον, καθ᾽ ἣν εἶχε δώσει ὑπόσχεσιν εἰς τὸν παπα-Διανέλον. Ἀλλὰ τότε μόνον ἐνόησεν ὅτι εἶχε λησμονήσει ἀπὸ τὸ πρωὶ νὰ τὸ ἀλλάξῃ, ἤτοι νὰ τὸ μετατοπίσῃ εἰς ἄλλην βοσκήν, καὶ τὸ πτωχὸν τὸ ὀνάριον δὲν ἐφαίνετο πολὺ χορτᾶτον, ὅταν ὁ κύριός του τὸ ἔλυσεν. Ἐκ τοῦ τρόπου μεθ᾽ οὗ ἀνώρθωσεν ἐλαφρῶς τὰ χαμηλωμένα αὐτιά του, τὸ ζῷον ἐφαίνετο νὰ ἐλπίζῃ ὅτι ὁ ἀφέντης του θὰ τὸ μετέθετε τέλος εἰς ἄλλην βοσκήν, ἀλλ᾽ ὁ μπαρμπα-Κωνσταντὸς τὸ ὡδήγησεν εἰς τὴν οἰκίαν του, ὅπου ἐφόρτωσεν ἐπάνω του ἕνα πενιχρὸν τορβάν, περικλείοντα τρόφιμα, ἐπέστρωσεν ἐπὶ τοῦ σάγματος παλαιὸν ξεθωριασμένον κιλίμιον, καὶ ἀναβὰς ὁ ἴδιος ἐκάθισε μονόπλευρα ἐπ᾽ αὐτοῦ.
Ἀφοῦ ἔφερε γῦρο ὅλην τὴν ἡμέραν τοῦ Μεγάλου Σαββάτου, ὁ κὺρ Κωνσταντὸς ὁ Ζ᾽μαροχάφτης, τρίτος πάρεδρος κτλ., ἐπὶ τέλους, ὣς δύο ὥρας πρὸ τῆς δύσεως τοῦ ἡλίου, ἀπεφάσισε νὰ ἐξέλθῃ εἰς τὰ Λιβάδια, ἔξω τῆς πόλεως, ὅπου εἶχε δεμένον τὸ ὀνάριόν του, διὰ νὰ τὸ λύσῃ, ὅπως φορτώσῃ ἐπ᾽ αὐτοῦ τὴν μικρὰν ἀποσκευήν του, καὶ ἐκκινήσῃ διὰ τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τὸν Πρόδρομον, καθ᾽ ἣν εἶχε δώσει ὑπόσχεσιν εἰς τὸν παπα-Διανέλον. Ἀλλὰ τότε μόνον ἐνόησεν ὅτι εἶχε λησμονήσει ἀπὸ τὸ πρωὶ νὰ τὸ ἀλλάξῃ, ἤτοι νὰ τὸ μετατοπίσῃ εἰς ἄλλην βοσκήν, καὶ τὸ πτωχὸν τὸ ὀνάριον δὲν ἐφαίνετο πολὺ χορτᾶτον, ὅταν ὁ κύριός του τὸ ἔλυσεν. Ἐκ τοῦ τρόπου μεθ᾽ οὗ ἀνώρθωσεν ἐλαφρῶς τὰ χαμηλωμένα αὐτιά του, τὸ ζῷον ἐφαίνετο νὰ ἐλπίζῃ ὅτι ὁ ἀφέντης του θὰ τὸ μετέθετε τέλος εἰς ἄλλην βοσκήν, ἀλλ᾽ ὁ μπαρμπα-Κωνσταντὸς τὸ ὡδήγησεν εἰς τὴν οἰκίαν του, ὅπου ἐφόρτωσεν ἐπάνω του ἕνα πενιχρὸν τορβάν, περικλείοντα τρόφιμα, ἐπέστρωσεν ἐπὶ τοῦ σάγματος παλαιὸν ξεθωριασμένον κιλίμιον, καὶ ἀναβὰς ὁ ἴδιος ἐκάθισε μονόπλευρα ἐπ᾽ αὐτοῦ.
Ἔκαμε τὸν σταυρόν του κ᾽ ἐξεκίνησεν. Ἀλλὰ δὲν ἤργησε νὰ καταλάβῃ ὅτι τὸ ζωντόβολον, ἕνεκα τοῦ γήρατος καὶ τῆς μετρίας τροφῆς τὴν ὁποίαν εἶχε λάβει, δὲν θ᾽ ἀντεῖχε καλῶς εἰς τὴν μακρὰν ὁδοιπορίαν, καὶ ὅτι θὰ ἦτο ἱκανὸν νὰ μαραζώσῃ τὸν ἀναβάτην. Ἅμα ἔφθασεν εἰς τὸν Ἐπάνω Ἁι-Γιαννάκην, οὐ μακρὰν τῆς πόλεως, κατέβη καὶ ἀπεφάσισε νὰ ὁδηγῇ τὸ ὀνάριον πεζὸς βαίνων. Ἀλλὰ καὶ πάλιν τὸ ζῷον δὲν ἐβάδιζε καλῶς, μὲ ὅλους τοὺς κτύπους ὅσους τοῦ κατέφερε μὲ μίαν λεπτὴν βέργαν εἰς τὰ ὀπίσω του. Ἀπεφάσισε λοιπὸν ν᾽ ἀπαλλαγῇ τῆς συντροφίας, ἥτις θὰ ἦτο μᾶλλον βάρος ἢ βοήθεια δι᾽ αὐτόν, καὶ νὰ δέσῃ κάπου τὸ ζῷον διὰ νὰ τὸ ἀφήσῃ νὰ βοσκήσῃ. Ἐζήτησε μέρος κατάλληλον διὰ νὰ τὸ δέσῃ, ἀλλὰ δὲν εὗρεν εἰς τὸν Ἐπάνω Ἁι-Γιαννάκην πλουσίαν βοσκήν. Κατέβη ὀπίσω εἰς τὸν Κάτω Ἁι-Γιαννάκην, ἀλλ᾽ ἀφοῦ κ᾽ ἐκεῖ δὲν εὗρεν ἱκανὸν χόρτον, διηυθύνθη ἀπώτερον κάπου εἰς τὴν θέσιν Ἔρμο Χωριό, κ᾽ ἐκεῖ ἔδεσε τέλος τὸ ζῷον εἰς τὴν ρίζαν ἀγρίου δένδρου, ἐντὸς ἀσπάρτου ἀγροῦ καὶ πλησίον εἰς ἕνα φράκτην. Αὐτὸς δὲ ἐφορτώθη εἰς τὸν ὦμον τὸν τορβὰν καὶ τὸ κιλίμιον, ἔβαλεν ὄπισθέν του εἰς τὴν μέσην μικρὸν κλαδευτήρι, καὶ κρατῶν τὴν λεπτὴν ράβδον του, ἐξεκίνησε πεζός. Εἶχε χασομερήσει σωστὴν μίαν ὥραν εἰς ὅλας αὐτὰς τὰς φροντίδας.
«Τώρα, εἶπε μέσα του, εἶναι καιρὸς νὰ τὸ βάλω στὰ πόδια, διὰ νὰ μὴ νυχτώσω (καὶ πάλιν θὰ νυχτώσω), ἐκτὸς ἐὰν ἀπομείνω· ἀλλὰ ν᾽ ἀπομείνω δὲν πρέπει, γιατὶ ἔδωκα ὑπόσχεσιν τοῦ παπᾶ.» Οὕτως εἶπε καὶ οὕτως ἔκαμε. Καὶ ἤρχισε νὰ κόφτῃ δρόμον μὲ ὅλα τὰ ἑξήκοντα ἔτη του, μὲ ὅλον τὸ δημογεροντικὸν καὶ προεστάδικον τῆς διαίτης καὶ τοῦ ἤθους του, τὸ βραχὺ ἀνάστημα, τὸ ὠχρὸν λεπτόδερμον καὶ καταπονημένον πρόσωπον, καὶ μεθ᾽ ὅλον τὸ κανονικόν, καίτοι παλαιὸν καὶ ἐφθαρμένον τῆς βράκας καὶ τοῦ φεσίου. Ἦτο παλαιὸς γεωργοκτηματίας ἀπὸ οἰκογένειαν, μὲ ὅλα τὰ κτήματά του ἐνυπόθηκα, ἐκ τῶν ἁπλοϊκῶν ἐκείνων τοὺς ὁποίους εὗρε λείαν εὔκολον καὶ καλὸν ἕρμαιον ἡ ἄπληστος καὶ ἰδιοτελὴς πανουργία τῶν παντοπωλῶν, μικρεμπόρων καὶ τοκιστῶν τῆς χθές, τῶν νεοπλούτων τῆς σήμερον, κατὰ πόλεις καὶ κώμας.
Ὁ μπαρμπα-Κωνσταντὸς ἀνέβη τὲς Βίγλες καὶ ἔφθασεν εἰς τοῦ Κ᾽φαντώνη τὸ Καλύβι, εἶτα κατέβη εἰς τὸ ρέμα, τὸ συνορεῦον πρὸς τὸ Λεχούνι, ὅπου εὑρίσκεται ὁ νερόμυλος τοῦ Δήμου τοῦ Βλάχου, κ᾽ ἐκεῖθεν ἤρχισε ν᾽ ἀναβαίνῃ τὸν μικρὸν ἀνήφορον τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους.
Ὁ ἥλιος εἶχε δύσει, ὅταν ἔφθασεν εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ, καὶ ἀντικρὺ τοῦ βραχώδους καὶ ἀποτόμου ὄρους, ὅπου κεῖται τὸ μικρὸν διαλυμένον μονύδριον. Ὁ παπα-Ἀζαρίας ὁ Σύγκελλος, ἡγούμενος τοῦ ἐρήμου ἀδελφότητος μοναστηρίου, οὐδὲν ἄλλο ἔχων πνευματικὸν ποίμνιον εἰμὴ μίαν ὑπέργηρων καλογραῖαν ἐνενηκοντοῦτιν καὶ ἕνα ἄχρηστον ὑποτακτικὸν ἡλικιωμένον, ναυαγὸν τοῦ κόσμου καὶ ἀπόχηρον, εἶχεν ἐξέλθει εἰς τὰ πρόθυρα τῆς μονῆς, καὶ ἔβλεπε τὰς τελευταίας ἀκτῖνας τοῦ ἡλίου ἐπιχρυσούσας διά τινας στιγμὰς ἀκόμη τὰς κορυφὰς τῶν ἀνατολικῶν ἀπέναντι ὀρέων, ὅταν εἶδε τὸν μπαρμπα-Κωνσταντὸν νὰ προκύψῃ ὄπισθεν τῆς τελευταίας αἱμασιᾶς, τῆς χαραττούσης ἑκατέρωθεν τὸν δρόμον.
― Ποῦ σ᾽ αὐτὸ τὸν κόσμο, κὺρ Κωνσταντέ;… Σὰν τὰ χιόνια!
― Εὐλογεῖτε, πάτερ!… Καὶ ὁ μπαρμπα-Κωνσταντός, ἀφοῦ ἔκαμε τὸν σταυρόν του τρίς, ἀποβλέπων πρὸς τὸ ἱερὸν τοῦ Ἁγίου Χαραλάμπους, ἤρχισεν ἀσθμαίνων νὰ διηγῆται πῶς ὁ παπα-Διανέλος ὁ Πρωτέκδικος ἐκλήθη ἀπὸ τοὺς βοσκοὺς καὶ ποιμένας νὰ κάμῃ Ἀνάστασιν καὶ νὰ λειτουργήσῃ ἐπάνω εἰς τὸν Ἅγιον Ἰωάννην τὸν Πρόδρομον, πῶς ἐκάλεσε καὶ αὐτόν, τὸν κὺρ Κωνσταντόν, νὰ ὑπάγῃ νὰ τὸν βοηθήσῃ, πῶς ὁ παπὰς εὑρίσκετο ἀπὸ τῆς πρωίας, ὀπίσω εἰς τὸν Ἅγιον Ἰωάννην, χωρὶς νὰ ἔχῃ ἄλλον βοηθὸν ἢ συλλειτουργόν, πῶς αὐτός, ὁ κὺρ Κωνσταντός, ἠργοπόρησε νὰ ἐκκινήσῃ, ἕνεκα τοῦ ὀναρίου του, τὸ ὁποῖον δὲν ἀντεῖχεν εἰς τὴν ὁδοιπορίαν, καὶ ἤθελε κάθε τόσον ἄλλαγμα βοσκῆς (καὶ ὁ Θεὸς δὲν εἶχε ρίξει τὸ ἔτος ἐκεῖνο ἀφθόνους βροχάς, ὥστε νὰ ὑπάρχῃ δαψίλεια βοσκῆς εἰς τὰ Λιβάδια), καὶ τέλος, πῶς ὁ κὺρ Κωνσταντὸς εὑρέθη εἰς τὴν ἀνάγκην ν᾽ ἀποφασίσῃ νὰ ὑπάγῃ πεζὸς ἐπάνω εἰς τὸν Ἅγιον Ἰωάννην διὰ νὰ μὴ γελάσῃ τὸν παπάν, ἐπειδὴ εἶχε δοσμένον τὸν λόγον του, νὰ ὑπάγῃ νὰ τὸν βοηθήσῃ.
― Μὰ τώρα νύχτωσες… θὰ νυχτώσῃς… εἶπεν ὁ Ἁιχαραλαμπίτης ὁ ἱερεύς· πῶς θὰ πᾷς ὣς ἐκεῖ;… εἶναι μιάμιση ὥρα δρόμος ἀκόμα… καὶ τὸ φεγγάρι θ᾽ ἀργήσῃ τρεῖς ὧρες νὰ βγῇ… σκοτίδι*, ἄσ᾽βος.
― Πῶς νὰ κάμω; εἶπεν ὁ μπαρμπα-Κωνσταντός, ὅστις ἤρχισεν εὐθὺς νὰ ὀκνῇ καὶ νὰ διστάζῃ.
― Σκοτίδ᾽ ἄσ᾽βος1, ἐπανέλαβεν ὁ παπα-Ἀζαρίας, τὸ φεγγάρι θ᾽ ἀργήσῃ τρεῖς ὧρες… πῶς θὰ πᾷς ὣς ἐκεῖ, μοναχός σου;… Κακοστρατιά, κλεφτότοπος… θὰ πέσῃς σὲ κανένα γκρεμνὸ νὰ κατασκοτωθῇς.
― Τί μὲ συμβουλεύεις, γέροντα, νὰ κάμω;… εἶπε ψοφοδεὴς ὁ μπαρμπα-Κωνσταντὸς ὁ πάρεδρος.
No comments:
Post a Comment