ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Ὁ παπα-Ἀζαρίας ἐσκέφθη πρὸς στιγμήν, ἀλλ᾽ ἡ ὄψις του δὲν ἐξέφραζε πνευματικόν τι. Ἴσως ἔλεγε μέσα του: «Τί ἤθελα, τί γύρευα ἐγὼ νὰ τοῦ πῶ τέτοια πράματα νὰ τὸν δειλιάσω;… Αὐτὸς εἶναι ἕτοιμος… ἀφορμὴ ἐγύρευε νὰ μείνῃ μὲς στὴ μέση… καὶ νὰ κάμῃ Ἀνάσταση στὸν Ἅγιο Χαράλαμπο».
Ὁ παπα-Ἀζαρίας ἐσκέφθη πρὸς στιγμήν, ἀλλ᾽ ἡ ὄψις του δὲν ἐξέφραζε πνευματικόν τι. Ἴσως ἔλεγε μέσα του: «Τί ἤθελα, τί γύρευα ἐγὼ νὰ τοῦ πῶ τέτοια πράματα νὰ τὸν δειλιάσω;… Αὐτὸς εἶναι ἕτοιμος… ἀφορμὴ ἐγύρευε νὰ μείνῃ μὲς στὴ μέση… καὶ νὰ κάμῃ Ἀνάσταση στὸν Ἅγιο Χαράλαμπο».
Εἶτα εἶπε μεγαλοφώνως:
― Τί νὰ σοῦ πῶ κ᾽ ἐγώ; Ἐσεῖς πᾶτε καὶ δίνετε ὑπόσχεση, κ᾽ ὕστερα δὲ ξέρετε νὰ σηκωθῆτε μὲ τὴν ὥρα σας τοὐλάχιστον, νὰ πᾶτε κεῖ ποὺ ἔχετε δώσει λόγο… κι ἄλλος ἂς καρτερῇ… ἕνα πρᾶμα ποὺ σοῦ εἶναι κοπιαστικὸ καὶ δύσκολο, ἀπ᾽ ἀρχῆς πρέπει νὰ τὸ συλλογίζεσαι, νὰ τὸ μετρᾷς καλά, νὰ μὴ δίνῃς τὸ λόγο σου… Τί δουλειὰ εἶχες, ἐσύ, νοικοκύρης ἄνθρωπος, νὰ τρέχῃς στὰ κατσάβραχα, ἀπάνω στὸν Ἁι-Γιάννη, γιὰ νὰ κάμῃς Πάσχα;… Δὲν ἤξερες νὰ ᾽ρθῇς στὸν Ἁι-Χαράλαμπο;… Τί σὲ κάμω ἐγώ;… Ἐδῶ θελὰ χρησιμέψῃς… θελὰ ψάλουμε μαζὶ τὴν Ἀνάσταση, θελὰ λειτουργηθῇς μιὰ χαρά, καὶ ἡ μυζήθρα καὶ τὸ χλωρὸ τυρὶ δὲν ἤθελε μᾶς λείψῃ… Ἔχω κ᾽ ἐκεῖνο τὸν ἀχαΐρευτο τὸν ὑποτακτικό μου τὸ Γαβριήλ, ὁποὺ δὲ φελᾷ τίποτε… ἔχω καὶ τὴ γριὰ τὴν Εὐπραξία, ἕνα σωρὸ κόκκαλα, νά ᾽χουμε τὴν εὐκή της… τρεῖς κοῦκοι! Μὰ οἱ βοσκοί, ἂς εἶναι καλά, τὲς καλὲς μέρες ἔρχονται, μᾶς κάνουν γενιά*… μόνον ἐφέτος ποὺ μᾶς πῆρε τοὺς πλιότερους ὁ παπα-Διανέλος, πίσω στὸν Ἁι-Γιάννη, ἀλλὰ μένουν κάτι λιγοστοί…
Ἐνταῦθα ἦλθεν εἰς τὸν παπα-Ἀζαρίαν ὁ πειρασμὸς νὰ κρατήσῃ τὸν κὺρ Κωνσταντὸν εἰς τὸν Ἅγιον Χαράλαμπον, ἀφήνων τὸν παπα-Διανέλον ἄνευ βοηθοῦ, διὰ νὰ τὸν ἐκδικηθῇ διότι τοῦ ἀφῄρεσε τοὺς πλείονας τῶν βοσκῶν του. Ἀλλὰ δὲν τὸ ἐχώρησεν ἡ συνείδησίς του, καὶ ἐντονώτερον ἐξηκολούθησε:
― Τώρα, ὅπως καὶ νὰ τὸ κάμῃς ἄσχημα εἶναι… μὰ τὸ καλύτερο εἶναι νὰ τραβήξῃς τὸ δρόμο σου νὰ πᾷς… Ἔδωκες τὸ λόγο σου… εἶναι μεγάλη ἁμαρτία ν᾽ ἀφήσῃς τὸν παπὰ χωρὶς βοηθό, τέτοια μεγάλη μέρα.
Ὁ μπαρμπα-Κωνσταντὸς δὲν ἀπέσπα τὸ βλέμμα ἀπὸ τὰς κυανᾶς καὶ κοκκίνας ὑάλους τῆς θυρίδος τοῦ ἱεροῦ Βήματος, ἥτις ἐφαίνετο προσελκύουσα αὐτὸν ὡς μαγνήτης, καὶ νοερῶς συνέκρινε τὴν σχετικὴν ἀνάπαυσιν, ἣν θὰ εἶχεν εἰς τὸν Ἅγιον Χαράλαμπον, ὅπου θὰ εὕρισκε ζεστὸν κελλίον μὲ ἄφθονον πῦρ καὶ καφὲν πρὸ τῆς Ἀναστάσεως, μὲ γάλα καὶ αὐγὰ μετὰ τὴν λειτουργίαν, καὶ διπλοῦν θαλπερὸν καὶ ἀναπαυτικὸν ὕπνον πρὸ καὶ μετὰ τὴν ἀκολουθίαν, μὲ τὴν ἐρημίαν, μὲ τοὺς βράχους, τοὺς σχοίνους καὶ τὰς κομαριὰς τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Προδρόμου, ὅπου θὰ ὑπῆρχε μόνον ὕπαιθρον ἢ ἀνεπαρκὲς ὑπόστεγον καὶ παραπολλὴ δρόσος πρωιμωτέρα ἢ ὥστε νὰ εἶναι ἐπιθυμητή.
― Μὴ στέκεσαι καθόλου, ἐπανέλαβεν ὁ Ἁιχαραλαμπίτης· τράβα, γιατὶ θὰ νυχτώσῃς, καὶ θ᾽ ἀργήσῃ τὸ φεγγάρι νὰ βγῇ.
― Τώρα νύχτωσε ποὺ νύχτωσε, εἶπεν ἀποφασιστικῶς ὁ μπαρμπα-Κωνσταντός· καλύτερα εἶναι νὰ καθίσω πρὸς ὥρα νὰ ξεκουραστῶ, ὣς ποὺ νὰ βγῇ τὸ φεγγάρι…
― Καὶ ὕστερα;
―Ὕστερα πηγαίνω μὲ τὸ φεγγάρι.
― Μὰ θὰ πᾷς;
― Θὰ πάω.
― Ξέρεις καλὰ τὸ δρόμο;
― Τί θὰ πῇ;… Μπορεῖ νὰ ἔχω χρόνια νὰ πάω, μὰ τὸν δρόμο τὸν θυμοῦμαι… Κ᾽ ἔπειτα, ἂν ἔρθῃ κανένας ἀπ᾽ τοὺς ξωμερίτες* φίλος μου…
― Ἔ!
― Θὰ τὸν παρακαλέσω νὰ μὲ πάῃ ὀλίγο παραπάνω, εἶπεν ὁ μπαρμπα-Κωνσταντός.
―Ὥστε δὲν ξέρεις καλὰ τὸ δρόμο;
―Ὄχι ἀλλὰ…
― Φοβᾶσαι τὰ στοιχειά; ἐκάγχασεν ὁ ἱερεύς.
― Θεὸς νὰ φυλάῃ… δὲν φοβοῦμαι τίποτε μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ… μὰ ἡ συντροφιὰ εἶναι πάντα καλύτερη.
― Ἂς εἶναι, δὲν μπορῶ νὰ σὲ διώξω… ἔμβα μὲς στὸ κελλὶ νὰ ξεκουραστῇς, καὶ σὰ βγῇ τὸ φεγγάρι, νὰ πᾷς…
― Εὐλόγησον.
Ὁ μπαρμπα-Κωνσταντὸς εἰσῆλθεν εἰς τὸ κελλίον, κ᾽ ἐξηπλώθη ἐπὶ τοῦ χαμηλοῦ ἐπεστρωμένου σοφᾶ*, μὲ τοὺς πόδας πρὸς τὴν ἑστίαν, ὅπου ἔκαιεν ἀσθενὲς πῦρ ἑτοιμόσβεστον. Ὁ μπαρμπα-Κωνσταντὸς ἐσκεπάσθη μὲ τὸ κιλίμι τὸ ὁποῖον ἐκόμιζε, καὶ μετ᾽ ὀλίγα λεπτὰ ἀπεκοιμήθη. Ἦτο δὲ ἤδη νύξ.
No comments:
Post a Comment