ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Οἱ τρεῖς νεαροὶ βοσκοί, κρατοῦντες τὰς λαμπάδας των χαμηλὰ μὲ τὴν ἀριστεράν, περισκέποντες τὸ φῶς μὲ τὴν δεξιὰν ἀπὸ τῆς προσπνεούσης νυκτερινῆς αὔρας, ἐνῷ ἡ σελήνη, ὑψηλὰ ἀναπλέουσα τὸν οὐρανόν, εἶχε κρυφθῆ εἰς σύννεφα, ἔτρεξαν πρῶτοι ἐμπρός, ὁ δὲ πρῶτος ἀναγγείλας τὴν εἴδησιν αἰπόλος ἤρχετο ὀπίσω. Κατέβησαν κάτω εἰς τὸ ρεῦμα, χωρὶς ν᾽ ἀκούωσι φωνάς, καὶ ἤρχισαν νὰ ὑποπτεύωσιν ὅτι ὁ πρῶτος βοσκὸς ἴσως εἶχεν αὐτιασθῆ*, καὶ εἶχεν ἀκούσει φωνὰς μὴ ὑπαρχούσας πράγματι. Ἀλλ᾽ ὁ αἰπόλος διεμαρτύρετο λέγων ὅτι δὲν ἠπατήθη, καὶ ὅτι εἶχεν ἀκούσει εὐκρινῶς φωνὴν λέγουσαν: «Ποῦ εἴσαστε; Ποῦ εἴσαστε;»
Διὰ νὰ βεβαιωθῇ ἔτι μᾶλλον αὐτὸς πείθων καὶ τοὺς ἄλλους, ὁ βοσκὸς ἤρχισε νὰ φωνάζῃ: «Ἔ! δῶ εἴμαστε! Ποιὸς εἶναι;»
Οἱ τρεῖς νεαροὶ βοσκοί, κρατοῦντες τὰς λαμπάδας των χαμηλὰ μὲ τὴν ἀριστεράν, περισκέποντες τὸ φῶς μὲ τὴν δεξιὰν ἀπὸ τῆς προσπνεούσης νυκτερινῆς αὔρας, ἐνῷ ἡ σελήνη, ὑψηλὰ ἀναπλέουσα τὸν οὐρανόν, εἶχε κρυφθῆ εἰς σύννεφα, ἔτρεξαν πρῶτοι ἐμπρός, ὁ δὲ πρῶτος ἀναγγείλας τὴν εἴδησιν αἰπόλος ἤρχετο ὀπίσω. Κατέβησαν κάτω εἰς τὸ ρεῦμα, χωρὶς ν᾽ ἀκούωσι φωνάς, καὶ ἤρχισαν νὰ ὑποπτεύωσιν ὅτι ὁ πρῶτος βοσκὸς ἴσως εἶχεν αὐτιασθῆ*, καὶ εἶχεν ἀκούσει φωνὰς μὴ ὑπαρχούσας πράγματι. Ἀλλ᾽ ὁ αἰπόλος διεμαρτύρετο λέγων ὅτι δὲν ἠπατήθη, καὶ ὅτι εἶχεν ἀκούσει εὐκρινῶς φωνὴν λέγουσαν: «Ποῦ εἴσαστε; Ποῦ εἴσαστε;»
Διὰ νὰ βεβαιωθῇ ἔτι μᾶλλον αὐτὸς πείθων καὶ τοὺς ἄλλους, ὁ βοσκὸς ἤρχισε νὰ φωνάζῃ: «Ἔ! δῶ εἴμαστε! Ποιὸς εἶναι;»
Ἀσθενὴς φωνὴ ἀπήντησεν. Ἀλλὰ δὲν διέκριναν τὰς λέξεις.
Ἀφοῦ προέβησαν ὀλίγα βήματα παρεμπρός, οἱ βοσκοὶ πάλιν ἐφώναξαν: «Ἔ! ποιὸς εἶσαι; Ποῦ βρίσκεσαι;»
Ἡ φωνὴ εὐκρινέστερον ἀπήντησε:
«Δῶ εἶμαι!… ἐλᾶτε παραδῶ…» Καὶ ἡ φωνὴ ἐπνίγη εἰς στεναγμόν.
― Κάποιος θά ᾽πεσε κ᾽ ἐγκρεμοτσακίσθη πουθενὰ μὲς στὸ ρέμα, ἐσκέφθη μεγαλοφώνως ὁ εἷς τῶν βοσκῶν.
Τῷ ὄντι, ὅταν ἤκουσαν τὸν μορμυρισμὸν τοῦ ὕδατος τοῦ μικροῦ χειμάρρου, ρέοντος διὰ μέσου βράχων καὶ ἀμμωδῶν χώρων ἐναλλὰξ εἰς τὸ βάθος τῆς κοιλάδος, κ᾽ ἐπλησίασαν εἰς τὴν ρίζαν ἑνὸς βράχου, εἶδον τὸ σῶμα ἀνθρώπου κειμένου ἐκεῖ, δίπλα εἰς τὸ ψιθυρίζον καὶ κατερχόμενον εἰς τὴν θάλασσαν ἑλικοειδὲς ρεῦμα.
Ἦτο αὐτὸς ὁ κὺρ Κωνσταντός, ὁ τρίτος πάρεδρος.
Τὸν ἀνεκίνησαν. Δὲν ἦτο βαρέως πληγωμένος, ἀλλ᾽ εἶχε βαρέσει εἰς τὴν ἀριστερὰν πλευράν, πεσὼν ἀπὸ ὕψος ἀνδρικοῦ ἀναστήματος, ἀπὸ τὸν βράχον.
Περὶ ὥραν δεκάτην εὐρωπαϊστί, ἀφοῦ ἀνέτειλεν ἡ σελήνη, εἶχεν ἀναχωρήσει ἀπὸ τὸν Ἅγιον Χαράλαμπον, ὄχι τόσον διότι τὸ ἐπεθύμει, ὅσον διότι ὁ παπα-Ἀζαρίας, ὁ ὑποχρεωτικὸς καὶ πρόθυμος φίλος ὅταν ἐπρόκειτο ν᾽ ἀποπέμψῃ ὀχληρόν, εἶχε παρακαλέσει ἕνα τῶν ἐλθόντων χωρικῶν, καὶ εἶχεν ἐπιμείνει ἵνα συνοδεύσῃ οὗτος τὸν μπαρμπα-Κωνσταντὸν ἀπερχόμενον εἰς Ἅγιον Ἰωάννην, ὅπου εἶχε δώσει ὑπόσχεσιν νὰ ὑπάγῃ.
Ὁ χωρικός, μὲ προθυμίαν ὄχι ἐμφαντικωτέραν τῆς τοῦ παπα-Ἀζαρία, μεγαλυτέραν δὲ τῆς τοῦ κὺρ Κωνσταντοῦ, συνώδευσε τὸν πάρεδρον εἰς ἱκανὸν μέρος τῆς ὁδοῦ ἕως εἰς τὰ Καμπιά, εἰς τὸ ὕψος τοῦ βουνοῦ ὁπόθεν ἔπρεπε νὰ κατηφορίσῃ τις διὰ νὰ φθάσῃ εἰς τὸν ναΐσκον τοῦ Προδρόμου, κ᾽ ἐκεῖ, ἀφοῦ τοῦ ἔδειξεν ἀκριβῶς τὸν δρόμον, τοῦ εὐχήθη καλὴν Ἀνάστασιν καὶ τὸν ἐγκατέλιπε μόνον.
Ὁ μπαρμπα-Κωνσταντὸς ἠκολούθησε κατ᾽ ἀρχὰς ἐπὶ πολὺ τὸν κύριον δρόμον, ὅστις ἦτο μοναδικὸς καὶ εὐδιάκριτος ὑπὸ τὸ φῶς τῆς σελήνης, μόνην συντροφίαν ἔχων τοὺς θάμνους, ὅσοι ἵσταντο δεξιὰ καὶ ἀριστερὰ διαχαράσσοντες τὴν ὁδόν, τὰ δένδρα τὰ ὁποῖα ἐλάμβανον φανταστικὰ σχήματα ἢ ἐσχημάτιζον σκιὰς ἐν μέσῳ τῶν ὁποίων τὸ ὄμμα ἔβλεπε πολλάκις φάσματα καὶ ἀκινήτους ἀνθρώπους, τοὺς βράχους οἵτινες, καθόσον ἐπλησίαζε πρὸς τὴν βόρειον ἀκτήν, ἐπληθύνοντο κ᾽ ἐξετόπιζον τὰ δένδρα, τὸ δειλὸν κελάδημα ὀλίγων πτηνῶν κρυμμένων εἰς τὰς λόχμας, τὸν κρότον τῆς αὔρας σειούσης τοὺς κλῶνας καὶ τὰς κορυφὰς τῶν δένδρων, καὶ τὸν μυστηριώδη θροῦν τῆς φυλλάδος τὸν παραγόμενον ὑπ᾽ ἀγνώστων νυκτερινῶν πλασματίων, ὑπὸ μικρῶν κατωτέρων πνοῶν κρυπτουσῶν τὴν ὕπαρξίν των ἐν μέσῳ τοῦ σκότους καὶ τῆς μοναξίας.
Ἀλλ᾽ ὅταν ἔφθασεν εἰς μέρος ὅπου ἡ ὁδὸς ἐτέμνετο εἰς δύο μικρὰ μονοπάτια, τὸ ἓν ἀνατολικώτερον, τὸ ἄλλο βορειοδυτικόν, εὑρέθη εἰς ἀμηχανίαν ποῖον μονοπάτι νὰ λάβῃ. Ὅσον καὶ ἂν εἶναι ἐντόπιος εἷς ἄνθρωπος, ὅστις ἐκτάκτως, ἅπαξ κατὰ δύο ἢ τρία ἔτη, ἐξέρχεται εἰς μακρὰν σχετικῶς ἐκδρομήν, εἰς τοὺς μικροὺς τόπους, πάντοτε εὑρίσκεται εἰς ἀμηχανίαν, ὅταν μάλιστα τὸ τοπίον εἶναι κάπως ἄγριον, καὶ δὲν ἔχῃ ὁ ἴδιος κτήματα εἰς τὸ μέρος ἐκεῖνο. Οἱ δρόμοι ἀπὸ ἔτους εἰς ἔτος ἀλλάζουν, πολλάκις παλαιαὶ ὁδοὶ ἐκχερσοῦνται ἢ καλλιεργοῦνται καὶ δὲν πατοῦνται πλέον ἐκ τῆς πλεονεξίας μικροῦ γαιοκτήμονος, ὅστις περιφράττει ἐντὸς τοῦ χωραφίου του ἓν ἢ δύο στρέμματα γῆς περισσότερον, καὶ μεταθέτει τὸν φράκτην μίαν ἢ δύο ὀργυιὰς ἀπωτέρω. Ἐνίοτε συμβαίνει καὶ τὸ ἐναντίον· ἀδιαφιλονίκητος ἐλαιὼν γνωστοῦ κτηματίου πατεῖται καὶ γίνεται δρόμος, χάριν τῆς εὐκολίας τῶν διαβατῶν. Ἄλλοτε οἱ βοσκοὶ καὶ αἱ αἶγές των ἀνοίγουσι νέον μονοπάτι διὰ νὰ ἀραδίζουν*, ἄλλοτε ἐγκαταλείπουσι καὶ ἀφήνουσι νὰ ἐκχερσωθῇ παλαιὰ καὶ γνώριμος ὁδός.
Ἀφοῦ ἐπὶ πολὺ ἐδίστασεν, ὁ μπαρμπα-Κωνσταντὸς ἐπροτίμησε τέλος τὸ βορειανατολικὸν μονοπάτι, καὶ κατέβη ταχέως εἰς τὸ ρεῦμα τοῦ Χαιρημονᾶ. Ἀλλ᾽ ἐκεῖ δὲν δύναται νὰ βαδίζῃ τις, ἐκτὸς ἂν εἶναι δωδεκαετὴς παῖς, καὶ ψάχνει διὰ καβούρια, τὴν ἡμέραν. Ὁ δὲ κὺρ Κωνσταντὸς ἦτο ἑξηκοντούτης, ἦτο νὺξ καὶ δὲν ἐζήτει καβούρια. Τὸ ρεῦμα τῆς πηγῆς τοῦ Χαιρημονᾶ, ἑνούμενον κατωτέρω μὲ τὸ ρεῦμα τῆς Παναγίας Δομάν, σχηματίζει ποτάμιον κατερχόμενον εἰς τὴν θάλασσαν δι᾽ ἀποτόμου κατωφερείας, διὰ βράχων καὶ μικρῶν καταρρακτῶν. Στιγμήν τινα, καθ᾽ ἣν ἡ σελήνη εἶχε κρυβῆ ἄνω εἰς νέφος, δὲν εἶδε καλά, δὲν ἐπάτησε στερεά, ὠλίσθησεν ἀπὸ ἕνα βράχον κ᾽ ἔπεσε μὲ τὴν κεφαλὴν καὶ τὸν κορμὸν εἰς τὴν ἄμμον, μὲ τοὺς πόδας εἰς τὸ νερόν. Ὁ μπαρμπα-Κωνσταντὸς ἐκτύπησεν ἐλαφρῶς καὶ ἐπόνεσεν, ἐκ τοῦ τιναγμοῦ μᾶλλον καὶ τοῦ φόβου, ἢ ἐκ τοῦ κατάγματος. Εὐτυχῶς, ὀλίγῳ πρίν, ὅταν εὑρίσκετο εἰς τὸ ὕψωμα, ἐπάνω εἰς μέγαν ὑπερκείμενον βράχον, εἶχεν ἰδεῖ τὴν ἀντιλαμπὴν τοῦ μικροῦ ναΐσκου, ὅπου ἀρτίως εἶχε ψαλῆ ἡ Ἀνάστασις, καὶ εἶχεν ἐννοήσει ὅτι δὲν ἀπεῖχε πλέον πολὺ ἀπὸ τὸν Ἅγιον Ἰωάννην. Ζαλισμένος ἀπὸ τὴν πτῶσιν, ἤρχισε, μὲ ὅσην εἶχεν ἀκόμη δύναμιν νὰ φωνάζῃ: «Ποῦ εἴσαστε; ποῦ εἴσαστε;» καὶ τὴν φωνὴν ταύτην εἶχεν ἀκούσει ὁ πρῶτος βοσκός, ὅστις εἶχεν ἐξέλθει πρὸς στιγμὴν τοῦ ναοῦ διὰ νὰ ἴδῃ πῶς εἶχον αἱ αἶγές του.
* * *
Ὁ κὺρ Κωνσταντὸς ἐσηκώθη χωλαίνων, ἠκολούθησε τοὺς βοσκούς, ἔφθασεν εἰς τὸν ναΐσκον, ὅταν ὁ ἱερεὺς εἶχεν ἀρχίσει τὸν ἀσπασμόν, ἐπροσκύνησε καὶ ἔλαβε τὴν θέσιν του εἰς τὸν χορόν. Ἔψαλεν εἰς ὅλην τὴν λειτουργίαν, μὲ ὅλον τὸ πέσιμόν του καὶ τὸ πόνεμά του.
Ἔξω, ὑπὸ τὸ φέγγος τῆς σελήνης, δεξιόθεν τοῦ ναΐσκου, ἔβρεμε γενναῖον πῦρ, καὶ ὁ μπαρμπα-Δημήτρης ὁ Καμπογιάννης, ὁ ἐκ τῶν πλησιοχώρων τῆς πολίχνης ἐλθὼν ποιμήν, εἶχεν ὀβελίσει ἤδη ἕνα ἀμνὸν καὶ τὸν ἔψηνε. Δίπλα του πρόθυμος διὰ νὰ τὸν βοηθῇ ἐκάθητο, ἀκουμβῶν ἐπ᾽ αὐτοῦ τοῦ τοίχου τῆς ἐκκλησίας, ἀνθρωπίσκος τις ἐκ τῆς πόλεως, ὅστις δὲν εἶχεν ἐννοηθῆ πότε καὶ πῶς εἶχεν ἔλθει ἐκεῖ, ὁ Γιάννης ὁ Μπουκώσης. Ἀνάμεσα εἰς τὴν πυρὰν καὶ εἰς τὸν τοῖχον, ὁ μπαρμπα-Δημήτρης ὁ Καμπογιάννης, μὲ τὴν κιτρίνην ζωνάραν, τὸ ξυραφισμένον γένειον καὶ τὸν ἀγκιστροειδῆ μύστακα, εἶχεν ἀφήσει τὸ μαχαίρι του μετὰ τοῦ θηκαρίου, καὶ ὁ Γιάννης ὁ Μπουκώσης ἀπὸ πολλῆς ὥρας δὲν εἶχε παύσει νὰ ρίπτῃ τὸ βλέμμα ἐναλλάξ, εἰς τὸ ροδοκοκκινίζον σφαχτὸν καὶ εἰς τὸ μαχαίριον. Ἀντικρύ, παρὰ τὴν ρίζαν ἑνὸς σχοίνου, ἵστατο μεγάλη ὀκταόκαδος φλάσκα. Ἐκ τοῦ τρόπου μεθ᾽ οὗ ἵστατο ἀκουμβημένη εἰς τὸ κλαδίον τοῦ σχοίνου ἐφαίνετο πλήρης οἴνου, μοσχάτου καὶ μαύρου μεμειγμένου. Τὸ ροδοκοκκινίζον σφαχτὸν ἔκνιζε καὶ ἔσιζεν εἰς τὸ πῦρ, ἡ φλάσκα, ὡς ἄλλη κλῶσσα καλοῦσα τοὺς νεοσσούς της ὑπὸ τὰς πτέρυγας, ἐφαίνετο καλοῦσα τοὺς βοσκοὺς εἰς εὐωχίαν ὑπὸ τοὺς ἀτμούς της, ἑτοίμη νὰ κλώξῃ καὶ νὰ φυσήσῃ εἰς τὴν ἐλαχίστην ἐπαφὴν τῆς χειρός, εἰς τὴν ἐλαχίστην προσέγγισιν τοῦ χείλους εἰς τὴν θηλήν της.
Δύο χωρικοὶ ὄρθιοι, πέντε βήματα μακρὰν τοῦ ψητοῦ, τῆς φλάσκας καὶ τοῦ σχοίνου, ἵσταντο καὶ συνωμίλουν ζωηρῶς. Εἶχαν εὕρει τὴν ὥραν καὶ τὸν τόπον νὰ λογομαχήσωσι δι᾽ ἓν χωράφιον τεσσάρων στρεμμάτων, περὶ τοῦ ὁποίου ἐμάχοντο ἀπὸ ἐτῶν.
Ἀντικρύ, πρὸς μεσημβρίαν, ἐπὶ τοῦ βραχώδους λόφου, ἀνάμεσα εἰς πέντε βράχους, εἰς τρία μονοπάτια καὶ εἰς κρημνόν, εὑρίσκετο τὸ διαφιλονικούμενον χωράφιον. Ὁ εἷς τῶν χωρικῶν ἐχειρονόμει, κ᾽ ἐδείκνυε πρὸς τὰ ἐκεῖ, καὶ ἰσχυρίζετο ὅτι τὸ χωράφιον τὸ ἰδικόν του εἶχεν σύνορον ἀκριβῶς τὸν τρίτον βράχον πρὸς τὰ δεξιά.
―Ἐγὼ τὸ ηὗρα παππουδικό μου, ἔλεγε· δὲ ρωτᾷς καὶ τὸ Γιάννη τῆς Ψαροδήμαινας, ποὺ εἴμαστε γειτόνοι, ἐδῶ καὶ τριάντα χρόνια…
― Τὰ σύνορα εἶναι μὲς στὴ μέση, ἀνάμεσα στὸν δεύτερο καὶ στὸν τρίτο βράχο, ἐκεῖ ποὺ βαθουλαίνει ὁ τόπος, διετείνετο ὁ ἄλλος χωρικός· φαίνεται ἀκόμη ποὺ ἦτον, τὸν παλαιὸν καιρό, ἀποσκαφή*…
― Κοτζὰμ βράχος, ἀντέκρουεν ὁ πρῶτος, κ᾽ ἐγὼ θὰ πάω νὰ γυρέψω νὰ βρῶ τὴν ἀποσκαφή, γιὰ νὰ τὴν κάμω σύνορό μου;…
Ὁ μπαρμπα-Δημήτρης ὁ Καμπογιάννης ἤρχισε νὰ γυρίζῃ ἀμελέστερον τὴν σούβλαν μὲ τὸ σφαχτόν, καὶ ἡ προσοχή του ὅλη ἀπερροφήθη ὑπὸ τῶν δύο χωρικῶν καὶ τῆς λογομαχίας των.
Ὁ Γιάννης ὁ Μπουκώσης ἔλαβε σιγὰ-σιγὰ τὸ μαχαίριον, τὸ ἀπεγύμνωσεν ἀπὸ τὸ θηκάριόν του, ἔκοψεν ἐπιτηδείως τεμάχιον ἀπὸ τὰ νεφραιμιὰ* τοῦ σφαχτοῦ, τὸ ὁποῖον ἔπαυσε σχεδὸν νὰ περιστρέφεται, καὶ τὸ κατεβρόχθισεν ἀπλήστως.
Ὁ μπαρμπα-Δημήτρης οὐδὲ παρατήρησε κἂν τὴν κλοπὴν καὶ τὴν λαιμαργίαν τοῦ ἀνθρωπίσκου. Ἐξηκολούθησε νὰ προσέχῃ εἰς τοὺς δύο ἐρίζοντας.
― Καὶ εἶναι καὶ μέσα στὸ μπολετὶ* καθαρὰ γραμμένο, ἔλεγεν ὁ πρῶτος τῶν δύο· τὸ πῆγα στὸν παπα-Λευθέρη, ποὺ ξέρει νὰ διαβάζῃ τὰ παλαιὰ γράμματα, καὶ μοῦ τὸ διάβασε τόσες φορές.
― Ἀπὸ μπολετιὰ δὲν ἱδρώνει ἐμένα τὸ μάτι μου, ἀντέλεγεν ὁ δεύτερος· σὰν ἔχῃς ὄρεξη, δὲν πᾷς στὸν μπάρμπ᾽ Ἀναγνώστη τὸν Ἀγέλαστο, νὰ σοῦ φτιάσῃ ὅσα ψεύτικα μπολετιὰ θέλεις…
Ὁ Δημήτρης ὁ Καμπογιάννης ἐπρόσεχεν ὅλος εἰς τὴν λογομαχίαν τῶν δύο ἀγροτῶν. Ὁ Γιάννης ὁ Μπουκώσης ἔλαβεν ἐκ νέου τὸ μαχαίριον, τὸ ὁποῖον δὲν εἶχεν ἐπιστρέψει εἰς τὸ θηκάριόν του, ἔκοψε δεύτερον, γενναιότερον τεμάχιον ἀπὸ τὸ μισοψημένον σφαχτόν, καὶ τὸ κατέπιε μονοκόμματον.
Ἡ ἔρις τῶν δύο χωρικῶν ἐξηκολούθει, καὶ ἡ προσοχὴ μεθ᾽ ἧς τὴν παρηκολούθει ὁ Καμπογιάννης ἦτο ἀδιάπτωτος. Ὁ Μπουκώσης, ὅστις ἐνόει τὴν μυστηριώδη γλῶσσαν τῆς φλάσκας, δι᾽ ἧς αὕτη ἐκάλει τοὺς φίλους της, ὡς ἡ κλῶσσα τοὺς νεοσσούς της, ἔκαμεν ἓν βῆμα μὲ τὸν δεξιὸν πόδα ἐν σχήματι ὀρθῆς γωνίας, δεύτερον βῆμα μὲ τὸ ἀριστερὸν γόνυ εἰς τὸ ἔδαφος, ἐξηπλώθη τετραποδίζων, ἐπλησίασεν εἰς τὸν σχοῖνον, καὶ λαβὼν τὴν μεγάλην οἰνοβριθῆ φλάσκαν τὴν ἐπλησίασεν εἰς τὰ χείλη του, καὶ ἔπιε γενναίαν δόσιν ἀπνευστί.
Εἶτα, φύσει φρόνιμος καὶ γνωρίζων ὅτι, ἂν ἔκαμνε καὶ τρίτην ἀπόπειραν κατὰ τοῦ σφαχτοῦ, ἦτο φόβος μὴ φωραθῇ ἐπὶ τέλους, ἐπέστρεψε παρὰ τὸν τοῖχον τῆς ἐκκλησίας, ὀλίγον τι ἀπώτερον τῆς πυρᾶς, ἐμαζεύθη κ᾽ ἐφαίνετο τόσον ἄκακος καὶ νῆστις, ὡς νὰ μὴν εἶχε πασχάσει ὅλως.
* * *
Ὅταν, ἀφοῦ ὁ ἱερεὺς ἐξῆλθε τελευταῖος ἀπὸ τῆς λειτουργίας, καὶ ἐστρώθη ἡ τράπεζα εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ ναοῦ (ἦτον περὶ τὰ γλυκοχαράματα), ὁ μπαρμπα-Δημήτρης ὁ Καμπογιάννης ἐπεχείρησε νὰ τεμαχίσῃ τὸ ψητόν, παρετήρησεν ὅτι κάτι ἔλειπεν ἀπὸ τὰ νεφραιμιά, ἀλλ᾽ ἐκαμώθη ὅτι δὲν ἐνόησε τίποτε, καὶ ἀποτεινόμενος πρὸς τὸν Γιάννην τὸν Μπουκώσην, εἶπε:
― Κοίταξε!… Περίεργο… Δὲν εἶναι παράξενο νὰ γεννήθηκε σακάτικο αὐτὸ τὸ ἀρνί, παιδί μου Γιάννη;
Ἐξηκολούθησεν ἡσύχως νὰ κατακόπτῃ τὸ ψητόν, εἶτα ἐπανέλαβε:
― Πολλὰ παράξενα σημεῖα καὶ θάματα γίνονται σ᾽ αὐτὰ τὰ στερνὰ τὰ χρόνια… Γιά βάλε μὲ τὸ νοῦ σου, νὰ φέρω ἀρνὶ σακάτικο γεννημένο ἀπ᾽ τὴ μάννα του, καὶ νὰ μὴν τὸ καταλάβω!… Τί νὰ γένῃ, ἂς ἔχῃ δόξα ὁ Θεός!
Ὁ Γιάννης ὁ Μπουκώσης δὲν εἶπε γρῦ. Ἀλλὰ τὴν τελευταίαν στιγμήν, καθ᾽ ἣν παρετίθετο ἐπὶ τῆς τραπέζης τὸ ψητόν, ὁ μπαρμπα-Δημήτρης ἔκρυψεν ἐπιτηδείως τὰς δύο στάμνας τοῦ νεροῦ ὁποὺ εἶχεν ἀκόμη γεμᾶτες, κ᾽ ἐπαρουσίασεν εἰς τὴν τράπεζαν δύο ἄδειες, λέγων ὅτι δυστυχῶς εἶχε λησμονήσει νὰ στείλῃ ἐγκαίρως εἰς τοῦ Χαιρημονᾶ τὴν βρύσιν νὰ πάρῃ νερόν, καὶ ἦτον ἀνάγκη νὰ ὑπάγῃ τώρα κάποιος.
― Σ᾽ ἐσένα πέφτει ὁ κλῆρος, παιδί μου Γιάννη, εἶπεν ἀποτεινόμενος πρὸς τὸν Μπουκώσην. Σύρε νὰ γεμίσῃς τὰ δυὸ σταμνιά, νά ᾽χῃς τὴν εὐκὴ τοῦ παπᾶ μας, καὶ σὲ καρτεροῦμε, δὲν τρῶμε… Πάρε καὶ μιὰ ἀναμμένη λαμπάδα νὰ βλέπῃς στὸ δρόμο, καὶ πάτει γερά, ὄμορφα ὄμορφα… νὰ μὴ σπάσῃς τὰ σταμνιά, καὶ τὸ πάθῃς σὰν τὸ τραγούδι ποὺ λένε… καὶ μᾶς ἀφήσῃς κ᾽ ἐμᾶς χωρὶς νερό.
Ὁ Γιάννης ὁ Μπουκώσης ἐπεθύμει ν᾽ ἀρνηθῇ, ἀλλὰ δὲν ἐτόλμα. Ἐφορτώθη τὰ δύο σταμνία κ᾽ ἐξεκίνησε διὰ τὴν πηγὴν τοῦ Χαιρημονᾶ, ἥτις ἀπεῖχε περὶ τὰ δύο μίλια, καὶ ἥτις ἔτρεχε τόσον φειδωλὴ ὡς τὸ δάκρυ τῶν ἐξηντλημένων ὀφθαλμῶν. Ἐχρειάζετο σωστὴν μίαν ὥραν διὰ νὰ ὑπάγῃ, νὰ γεμίσῃ τὰ σταμνία καὶ νὰ ἐπιστρέψῃ.
Εὐθὺς ὡς ἀνεχώρησεν οὗτος, ὁ μπαρμπα-Δημήτρης ὁ Καμπογιάννης, ἔβγαλεν εἰς τὸ φανερὸν τὰς δύο πλήπεις στάμνας, καὶ ἐπειδὴ ὁ ἱερεὺς δὲν ἐνόει, ἐξηγήθη καὶ εἶπεν:
― Εἶχα νερό, μὰ ἤθελα νὰ τόνε παιδέψω, τὸν ἀφιλότιμο… Ἀκοῦς ἐκεῖ, νὰ μοῦ κάμῃ γρουσουζιὰ χρονιάρα μέρα, νὰ μοῦ κόψῃ μεζέδες ἀπ᾽ τὸ σφαχτό, ἐνῷ τὸ ἔψηνα, καὶ νὰ μὴν πάρω κάβο!
* * *
Ὅταν ἐπέστρεψεν ἀπὸ τὴν βρύσιν τοῦ Χαιρημονᾶ φέρων τὰ δύο σταμνία ὁ Γιάννης ὁ Μπουκώσης, ἦτο ἤδη ἡμέρα, τὸ ψητὸν εἶχε καταβροχθισθῆ, καὶ μόνη ἡ διακριτικὴ φιλαδελφία τῆς θεια-Μαθηνῶς τῆς Ψευτομετάνισσας, καὶ τῆς θεια-Σεραΐνας τῆς σημαιοφόρου τῶν πανηγυρίων, τοῦ εἶχε φυλάξει ὀλίγα τεμάχια τοῦ ἀμνοῦ διὰ νὰ φάγῃ καὶ κάνῃ Λαμπρήν, ὁ πειναλέος ἀνθρωπίσκος.
(1893)
1. Δὲν ἀντιποιεῖται ὁ συγγραφεὺς τὴν πατρότητα τῆς ἐπινοίας ταύτης, δημοσιευομένης ἁπλῶς πρὸς διδακτικὸν σκοπόν, διότι ἴσως νὰ ἔλαβεν ἀρχὴν ἐξ ἀσυνειδήτου ἀναπολήσεως παλαιῶν ἀναγνωσμάτων.
1. Ἄσ᾽βος, ἄσουβος = ἄβυσσος.
2. Αἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἀναγινώσκονται, κατὰ τὸ ἀρχαῖον Τυπικόν, ἐν τοῖς ἱεροῖς μοναστηρίοις ἀφ᾽ ἑσπέρας τοῦ Μ. Σαββάτου, πρὸ τῆς Παννυχίδος δηλ. καὶ τοῦ ὄρθρου τοῦ Πάσχα.
3. Ἰδιόρρυθμα λέγονται τὰ μοναστήρια ὅσα δὲν εἶναι Κοινόβια, δὲν τηροῦσι δηλ. τὴν ἀρχαίαν αὐστηρὰν κοινοβιακὴν τάξιν.
No comments:
Post a Comment