ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ
Τὸ κελλίον ὅπου εἶχεν εἰσέλθει ὁ μπαρμπα-Κωνσταντὸς ἦτο τὸ ἓν ἐκ τῶν δύο ὅσα ἐκράτει ὁ ἡγούμενος, τὸ ὁποῖον ἐχρησίμευεν ἅμα ὡς προθάλαμος, ὡς μαγειρεῖον καὶ ὡς πρόχειρον «ἀρχονταρίκι». Μόλις εἶχεν ἀποκοιμηθῆ ὁ γηραιὸς πάρεδρος, καὶ εἰσῆλθεν ὁ ὑποτακτικὸς Γαβριήλ, μὲ ἄσπρον κιουλάφι, μὲ ζωστικὸν πάνινον ξεθωριασμένον καὶ χωρὶς ράσον, κρατῶν λυχνίαν μὲ τὴν ἀριστεράν, καυσόξυλα καὶ χαμόκλαδα μὲ τὴν δεξιάν.
Τὸ κελλίον ὅπου εἶχεν εἰσέλθει ὁ μπαρμπα-Κωνσταντὸς ἦτο τὸ ἓν ἐκ τῶν δύο ὅσα ἐκράτει ὁ ἡγούμενος, τὸ ὁποῖον ἐχρησίμευεν ἅμα ὡς προθάλαμος, ὡς μαγειρεῖον καὶ ὡς πρόχειρον «ἀρχονταρίκι». Μόλις εἶχεν ἀποκοιμηθῆ ὁ γηραιὸς πάρεδρος, καὶ εἰσῆλθεν ὁ ὑποτακτικὸς Γαβριήλ, μὲ ἄσπρον κιουλάφι, μὲ ζωστικὸν πάνινον ξεθωριασμένον καὶ χωρὶς ράσον, κρατῶν λυχνίαν μὲ τὴν ἀριστεράν, καυσόξυλα καὶ χαμόκλαδα μὲ τὴν δεξιάν.
― Ἄλλος μουσαφίρης πάλε! ἐγόγγυσεν ἅμα εἶδε τὸν κὺρ Κωνσταντὸν κοιμώμενον· κουτσοὶ-στραβοὶ στὸν Ἁι-Παντελέημονα! Εὐλόγησον, πατέρες!
Ἐκρέμασε τὸ λυχνάριον ἐπὶ τοῦ πτερυγίου τῆς ἑστίας, ἐγονάτισε καὶ ἤρχισε νὰ ξανάπτῃ τὴν φωτιάν, καὶ ἐξηκολούθησεν:
― Ἀπὸ ποῦ μὲ τὸ καλό, αὐτὸς πάλε! Ἂς εἶν᾽ καλὰ οἱ χριστιανοί! Τὰ ποτήρια ξεπλύνετε, καὶ οἱ παῖδες ἂς κερνοῦν. Ζήτω ἡ κρασοκατάνυξις! εὐλόγησον, πατέρες!
Ἔκυψεν εἰς τὴν ἑστίαν καὶ ἤρχισε νὰ φυσᾷ διὰ φυσητῆρος ἐκ καλάμου. Εἶτα ἐπανέλαβεν:
― «Ἔδωκας ἡγούμενε, τῶν καλογήρων διακόνημα…»
Ἔψαλε τοῦτο εἰς ἦχον τέταρτον, μεθ᾽ ὃ εἰς πεζὸν λόγον προσέθηκε:
― Ποῦ τοὺς βρίσκει, ὁ γέροντάς μου, καὶ τοὺς μαζώνει! Τρέχα, Γαβριήλ. Καφέδες, Γαβριήλ. Καὶ νὰ ἔφερναν τίποτε πρόσφορα, τὸ ἐλάχιστο! Μ᾽ αὐτοὶ ἔρχονται ἄδεια τὰ χέρια. «Τοῦ κελλάρη ἔδωκας κλειδιὰ εἰς τὰ χέρια του» (τοῦτο τὸ εἶπε ψαλτά· εἶτα χῦμα). Βάστα, γερο-Γαβριήλ. Σὰν εἶσ᾽ ἀββάς, βάστα!
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην, ὁ μπαρμπα-Κωνσταντὸς ἔκαμε κίνησίν τινα, ἐμισοξύπνησε, κ᾽ ἐγύρισεν ἀπὸ τὸ ἄλλο πλευρόν.
― Χαλάλι νὰ τοῦ γίνῃ! ἐγόγγυσεν ὁ πάτερ Γαβριήλ. Νυστασμένος μᾶς ἦλθε, ὁ ἄνθρωπος. Θέλω νὰ ξέρω, αὐτοί, κάτω στὸ χωριό, δὲν κοιμοῦνται τάχα, δὲν ἔχουν σπίτια, δὲν ἔχουν κάμαρες; Κινοῦν δύο ὧρες δρόμο κ᾽ ἔρχονται στὸν Ἁι-Χαράλαμπο γιὰ νὰ κοιμηθοῦν; Ταμάμ*! Εὐλόγησον, πατέρες…
Καὶ εἶτα ἔψαλε:
― «Δίδει τὸν οἶνον λιγοστόν…»
Ἀλλ᾽ ὁ μπαρμπα-Κωνσταντός, καίτοι στραφεὶς ἐπὶ τοῦ ἄλλου πλευροῦ, δὲν ἐπανεῦρε τὸν ὕπνον, ἀλλ᾽ ἀνασηκωθεὶς ἐπὶ τοῦ ἀγκῶνος, ἐγύρισε βλέμμα πρὸς τὸν μοναχὸν καὶ τὸν ἠρώτησε:
― Τί ὥρα εἶναι, πάτερ;
― Τί ὥρα;… ὥρα ποὺ νύχτωσε… ὥρα ποὺ φέγγουν τ᾽ ἀστέρια…
― Τὸ φεγγάρι δὲ βγῆκε ἀκόμα;
― Τί νὰ σὲ κάμῃ τὸ φεγγάρι, χριστιανέ μου;… Τὸ φεγγάρι δὲν κόβει μονέδα…
― Περιμένω νὰ βγῇ τὸ φεγγάρι γιὰ νὰ φύγω, καὶ γι᾽ αὐτὸ σ᾽ ἐρωτῶ, εἶπεν ἡσύχως ὁ μπαρμπα-Κωνσταντός.
― Νὰ φύγῃς;… γιὰ ποῦ, ἂν θέλῃ ὁ Θεός;
― Δὲν ἦρθαν τίποτε ξωμερίτες ἀπ᾽ τὰ καλύβια;
― Μοῦ κάνουν τὴ χάρη νὰ μὴ ᾽ρθοῦν, εἶπεν ὁ Γαβριήλ. Σοῦ φέρνουν ἕνα πρόσφορο καὶ σοῦ φαρμακώνουν* μιὰ κόττα ὁλάκερη· σοῦ φέρνουν ὀλίγο νᾶμα, καὶ σοῦ ἀδειάζουν μιὰ δαμιτζάνα σωστή…
* * *
Τὴν στιγμὴν ἐκείνην ἠκούσθη ἡ φωνὴ τοῦ ἡγουμένου ἀπὸ τῆς θύρας τοῦ κελλίου.
― Ἄ! ξυπνητὸς εἶσαι, κύριε πάρεδρε, ἔλεγεν ὁ παπα-Ἀζαρίας· κ᾽ ἐγὼ ἐνόμισα, ὅτι ὁ Γαβριὴλ ὡμιλοῦσε πάλι μοναχός του, καθὼς τὸ συνηθίζει. Καλὰ ποὺ ἔπιασε κουβέντα μὲ ἄνθρωπον.
― Χμ… Γχ… ἔπνιξε τοὺς γογγυσμούς του μέσα του ὁ Γαβριήλ. Εἶτα ψιθύρῳ τῇ φωνῇ προσέθηκεν: Εὐλόγησον, πατέρες!
― Δὲν ἐκοιμήθηκα καθόλου, γέροντα, ἀπήντησεν ὁ μπαρμπα-Κωνσταντός, ὅστις πράγματι δὲν ἐνθυμεῖτο ποσῶς ἂν εἶχε κοιμηθῆ ἢ ὄχι.
― Καὶ δὲν ἄκουσες τὸν Γαβριὴλ νὰ μιλῇ μοναχός του;…
― Δὲν τὸν ἄκουσα… Ἴσως νὰ ἔκλεψα ἕναν ὕπνον ἴσα μὲ ἕνα Πιστεύω.
― Περιμένω τοὺς βοσκούς, ὅπου εἶναι ἔφθασαν, εἶπεν ὁ Ἁιχαραλαμπίτης ἱερεύς· ἅμα ἔλθουν, ἐγὼ ὁ ἴδιος θὰ ὑποχρεώσω ἕναν ἀπ᾽ αὐτοὺς νὰ σὲ συντροφέψῃ γι᾽ ἀπάνου…
― Εὐλόγησον, εἶπεν ὁ μπαρμπα-Κωνσταντός, ὅστις δὲν τὸ ἐπεθύμει διακαῶς μέσα του.
―Ὣς ποὺ νὰ ἔλθουν, ἐπανέλαβεν ὁ παπα-Ἀζαρίας, ἐπειδὴ συνηθίζω καὶ διαβάζω τὰς Πράξεις ἀποβραδύς, κατὰ τὸ παλαιὸν Τυπικόν, νὰ πάρουμε ἕναν καφέ, καὶ νὰ μὲ συντροφέψῃς, ἂν ἀγαπᾷς, εἰς τὴν ἐκκλησίαν, διὰ νὰ μὲ βοηθήσῃς νὰ διαβάσουμε μαζὶ τὰς Πράξεις2.
― Εὐχαρίστως, εἶπεν ὁ μπαρμπα-Κωνσταντός.
― Τὲς διαβάζω ἐγὼ τὲς Πράξεις, ἐγόγγυσεν ὁ Γαβριήλ, ὅστις ἐζήλευεν ἅμα ἔβλεπεν ἔκτακτον βοηθὸν ἢ ψάλτην ἐν τῷ ναΐσκῳ.
―Ἐσύ, Γαβριήλ, θὰ κάμῃς περισσότερα λάθη ἀπὸ ὅσες λέξεις εἶναι τυπωμένες μὲς στὸ βιβλίο. Μόνον νὰ μᾶς κάμῃς δύο καλοὺς καφέδες, ἰδιορρυθμίτικους3, καὶ νὰ μᾶς τοὺς φέρῃς ἀπὸ κεῖ. Ὁρίστε, κὺρ Κωνσταντέ, νὰ περάσουμε στὸ κελλὶ τὸ ἄλλο.
Ὁ μπαρμπα-Κωνσταντὸς ἠγέρθη, ἔλαβε τὴν ράβδον του, τὸν τορβὰν καὶ τὸ κιλίμι καὶ μετέβη εἰς τὸ κελλίον τοῦ πατρὸς Ἀζαρία.
No comments:
Post a Comment